25η Μαρτίου 1942 Ήταν η εποχή της Ιταλο-Γερμανικής κατοχής, από τα τέλη Απριλίου 1941 οι Γερμανοί έφτασαν στο Λεωνίδιο ως κατ...
Ήταν η εποχή της Ιταλο-Γερμανικής κατοχής, από τα τέλη Απριλίου 1941 οι Γερμανοί έφτασαν στο Λεωνίδιο ως κατακτητές, παρέμειναν λίγες βδομάδες στο κτίριο του Μπακαλούμου και μετά ανέλαβαν τη διοίκηση οι Ιταλοί, που εγκαταστάθηκαν στο σπίτι της κυρά Στέλλας Καμβύση, δίπλα στο ηρώο των πεσόντων.
Το Λεωνίδιο ήταν τότε κοινότητα και πρόεδρός της, από το 1928, ήταν ο Κώστας Χείλαρης ή Μπρούκλης. Το παρατσούκλι Μπρούκλης του δόθηκε διότι ήταν μετανάστης στις ΗΠΑ και έμεινε κάποιο διάστημα στη συνοικία Brooklyn της Νέας Υόρκης.
Στη μητρόπολη θα γινόταν δοξολογία για την εθνική γιορτή, ο πρόεδρος της κοινότητας και οι επίσημοι ήταν εκεί.
Ο Νίκος Κοζομπόλης, γαμπρός του Παναγιώτη Μανιταρά από τη Βλησιδιά, πρώην αξιωματικός του μηχανικού, κυνηγημένος από τη δικτατορία Μεταξά ως κομμουνιστής, ήλθε και έμεινε στη διάρκεια της κατοχής στο Λεωνίδιο και ήταν από τους οργανωτές του τοπικού ΕΑΜ.
Ο Ν. Κοζομπόλης οργάνωσε μια μικρή ομάδα, με σκοπό να απαγγείλουν τον εθνικό ύμνο, μέσα στην εκκλησία, κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, αυτό θα γινόταν μόλις θα τέλειωνε ο ψάλτης το πάτερ ημών. Δίπλα στον Κοζομπόλη ήταν ο Γιάννης Γολεγός (Μπουρίκης), και μερικοί άλλοι, που ήταν μυημένοι στο σχέδιο δράσης. Όταν έφτασε η στιγμή, ο Κοζομπόλης και η ομάδα του άρχισαν να απαγγέλλουν τον εθνικό ύμνο, παρασύροντας και άλλους μέσα στην εκκλησία. Ο πρόεδρος της κοινότητας Κώστας Χείλαρης στο τέλος φώναξε δυνατά "Ζήτω το Έθνος".
Ο παπα-Κατσούλος, που καταγόταν από το Παρθένι Αρκαδίας, και ήταν παπάς στη μητρόπολη, αιφνιδιάστηκε και έμεινε άφωνος στην Ωραία Πύλη. Από την αναστάτωση που δημιουργήθηκε, ο ειρηνοδίκης Λεωνιδίου Αλφρέδος Θεοδωρακόπουλος και μερικοί άλλοι έφυγαν από την εκκλησία φοβούμενοι τα επακόλουθα. Όταν τέλειωσε η λειτουργία και ο κόσμος αποχωρούσε, μερικοί Ιταλοί καραμπινιέροι, που ήταν έξω από την εκκλησία, κτυπούσαν όποιον έβρισκαν μπροστά τους. Ο Κώστας Σταυρόπουλος, σιδηρουργός το επάγγελμα, που είχε ένα αδελφό σκοτωμένο στον ελληνο-ιταλικό πόλεμο στην Αλβανία το 1940, έφαγε πολύ ξύλο από έναν καραμπινιέρο.
Αυτή ήταν μια από τις πρώτες αντιδράσεις στην ξένη κατοχή, αναπτερώθηκε το λαϊκό φρόνημα τις δύσκολες εκείνες ημέρες.
25 Μαρτίου 1943
Πλησίαζε η μέρα της εθνικής γιορτής και μια ομάδα νέων 18-22 ετών, στα κρυφά συζητούσαν αν έπρεπε και πώς να δράσουν για να στείλουν ένα μήνυμα αντίστασης στους κατακτητές.
Βέβαια είχε δημιουργηθεί πυρήνας του τοπικού ΕΑΜ, με πρωτοβουλία του Κώστα Απαλοδήμα, που ήταν υπάλληλος σε τράπεζα στη Θεσσαλονίκη και είχε απολυθεί, ως κομμουνιστής, από τη δικτατορία Μεταξά. Ήλθε με την οικογένειά του (γυναίκα και δύο κόρες) στον τόπο καταγωγής του, στον Κοσμά. Επίσης οι πρώτες αντάρτικες ομάδες του ΕΛΑΣ είχαν εμφανιστεί στα γύρω ορεινά χωριά.
Ο Τάκης Μπεκύρος και ο Κώστας Τσουκάτος ήταν φοιτητές της Ανωτάτης Εμπορικής, όπως ονομαζόταν τότε το Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, και είχαν έλθει στο Λεωνίδιο εκείνες τις μέρες. Είχαν δει τα συνθήματα κατά των κατακτητών, γραμμένα στους τοίχους της Αθήνας και Πειραιά.
Οι άλλοι νέοι του Λενιδιού στην ομάδα ήταν: Παντελής Σταυρόπουλος γραμματέας της ΕΠΟΝ Λεωνιδίου, Νίκος Μούργελας, Γιάννης Λεμπέσης, Τάσος Καλύβης, Σπύρος (Πίπης) Ευσταθίου κ.α.
Οι νέοι, για να τιμήσουν την εθνική γιορτή, σκέφθηκαν να γράψουν, με φούμο και μπογιά, τη νύχτα μερικά συνθήματα στους τοίχους του Λεωνιδίου, όπως: "Κορόιδο Μουσουλίνι", "Ζήτω η 25 Μαρτίου 1821", "Κάτω ο φασισμός", "Η νίκη έρχεται", "Το Στάλινγκραντ έγινε η μυλόπετρα που άλεσε του ναζιστές".
Το τελευταίο σύνθημα ήταν επίκαιρο διότι στη μάχη του Στάλινγκραντ, που άρχισε στις 21 Αυγούστου 1942 και τέλειωσε στις 2 Φεβρουαρίου 1943 και ήταν από τις πιο κρίσιμες και πιο αιματηρές του Β παγκόσμιου πόλεμου, υπήρχαν πάνω από ένα εκατομμύριο νεκροί και τραυματίες στο πεδίο της μάχης. Νίκησε ο Σοβιετικός στρατός και εκεί κρίθηκε η πορεία του πολέμου υπέρ των συμμάχων.
Η μεγάλη αυτή νίκη μεταδόθηκε από τα ραδιόφωνα που τα κρυφάκουγε ο λαός από τα λίγα ραδιόφωνα που υπήρχαν, διότι οι κατακτητές είχαν επιτάξει όσα ραδιόφωνα βρήκαν. Αναπτερώθηκε το ηθικό των Ελλήνων και των άλλων κατακτημένων λαών και σήμανε την καμπή στην πορεία του πολέμου.
Για το γράψιμο των συνθημάτων οι νεολαίοι αγόρασαν φούμο και μπογιά από το μαγαζί του Γ. Κουνιά. Επίσης έκοψαν δάφνες από το Δαφνώνα και στο σπίτι του Γιάννη Λεμπέση έφτιαξαν στεφάνι, να το καταθέσουν τη νύχτα στο ηρώον. Όλα σχεδιάστηκαν καλά και η επιχείρηση άρχισε τη νύχτα ξημερώνοντας 25 Μαρτίου.
Άλλοι έγραφαν τα συνθήματα στους τοίχους και άλλοι φύλαγαν μήπως εμφανιστεί ιταλική περιπολία. Ενώ έγραφαν τα συνθήματα ο Πίπης Ευσταθίου αποφάσισε να κάνει ένα παράτολμο εγχείρημα που δεν το είχαν σχεδιάσει, να κατεβάσει την ιταλική σημαία από το διοικητήριο. Πρόσεχαν τις κινήσεις του Ιταλού σκοπού που έκανε βόλτες στο δρόμο και όταν είχε κάπως απομακρυνθεί, ο Πίπης με ένα ψαλίδι έκοψε τη σημαία που έπεσε κάτω, δίπλα στο ηρώον, στο προαύλιο. Στο μεταξύ ο Τάκης Μπεκύρος μπήκε στο ηρώον και τοποθέτησε το στεφάνι στο περιστέρι που υπάρχει, μετά οι νεολαίοι έκρυψαν τις μπογιές τους στο Δαφνώνα και εξαφανίστηκαν μέσα στη νύχτα.
Το πρωί, Σάββατο 25 Μαρτίου, ο κόσμος πήγαινε στη μητρόπολη για την καθιερωμένη λειτουργία και έβλεπε με περιέργεια, αμηχανία αλλά και κρυφή ικανοποίηση, συνθήματα εναντίον των κατακτητών γραμμένα στους τοίχους, χωρίς να γνωρίζουν ποιοι ήταν οι δράστες.
Οι Ιταλοί θορυβημένοι άρχισαν τις συλλήψεις υπόπτων. Πρώτα συνέλαβαν τον Χαράλαμπο Κ. Χείλαρη που περνούσε μπροστά από το διοικητήριο, η ιταλική σημαία ήταν ακόμη στο έδαφος. Ο Στέλιος Καραχάλιος (ο μετέπειτα παπαστέλιος) ήταν έξω από το φούρνο του Χαλίδα, οπότε τον συνέλαβαν Ιταλοί καραμπινιέροι και έφαγε το ξύλο της χρονιάς του.
Μετά συνέλαβαν τους εμπόρους Γ. Κουνιά και τους αδελφούς Λυσίκατου, που πουλούσαν φούμε, για να μάθουν ποιος αγόρασε φούμο τις προηγούμενες μέρες. Ακολούθησε η σύλληψη των νεολαίων Τάκη Μπεκύρου, Πίπη Ευσταθίου, Κώστα Τσουκάτου, Θόδωρου Καρδαρά.
Τους πρώτους τους έκλεισαν στο διοικητήριο και τους νεολαίους στην καμάρα της οικίας Τασίας Δολιανίτη (Ψουχάρη), που είχαν επιτάξει και το χρησιμοποιούσαν ως κρατητήριο. Άρχισαν οι ανακρίσεις, οι γνωρίζοντες είχαν συνεννοηθεί εκ των προτέρων να λένε ότι κατέβηκαν αντάρτες τη νύχτα και έγραψαν τα συνθήματα.
Οι Ιταλοί δεν μπόρεσαν να αποσπάσουν τίποτε και συνέλαβαν ως υπόπτους τους τελειόφοιτους μαθητές του Γυμνασίου Λεωνιδίου: Νίκο Φακλή (μετέπειτα γιατρό), Θανάση Αϊβαλιώτη, Μιχάλη Γεωργίτση και άλλους όπως Θόδωρο Καρδαρά, Γιάννη Χείλαρη (Μαρίδα).
Η ανάκριση γινόταν ατομικά κάθε τρεις ώρες και συνοδευόταν κάθε φορά από φοβέρες και απειλές, διάρκεσε όλη την ημέρα, χωρίς να τους δοθεί νερό ή φαγητό.
Η οικογένεια του Πίπη Ευσταθίου παρακάλεσε την Τασία Δολιανίτη, που έμενε σ΄αυτό το σπίτι και ήταν συμμαθήτριά τους, να τους πάει κρυφά λίγο ψωμί και νερό. Η Τασία δέχτηκε και παίζοντας μπάλα με τον Ιταλό σκοπό, κλώτσησε δυνατά την μπάλα και ώσπου να πάει ο Ιταλός να την πάρει, η Τασία πετάχτηκε και έδωσε ψωμί και νερό στους φυλακισμένους.
Ο Θόδωρος Καρδαράς, χωρίς να καταλάβει τη σοβαρότητα της κατάστασης, ανάφερε ανακρινόμενος ότι η Τασία τους πήγε ψωμί και νερό. Ο Ιταλός αξιωματικός κάλεσε την Τασία και την ρώτησε γιατί το έκανε και αυτή του απάντησε ότι ήταν συμμαθητές μου και ήθελα να τους συμπαρασταθώ. Ο Ιταλός αξιωματικός σηκώθηκε και ενώ η Τασία περίμενε ό, τι το χειρότερο, της έδωσε συγχαρητήρια και της είπε "Στη θέση σου και εγώ το ίδιο θα έκανα".
Οι περισσότεροι κρατούμενοι δεν γνώριζαν τους δράστες και παρά το ξύλο που έφαγαν δεν μπορούσαν να αποκαλύψουν τίποτα. Στις 26 Μαρτίου οι Ιταλοί έβγαλαν διαταγή, να κλείσουν τα μαγαζιά και όλος ο πληθυσμός του Λενιδιού, ζώα και άνθρωποι, να μείνουν στα σπίτια τους επί τριήμερο. Απαγορευόταν η έξοδος σε όλους, εκτός από τους γιατρούς και τις μαμές, μόνο το φαρμακείο του Καραμάνου ήταν ανοιχτό.
Ο Μανώλης Χείλαρης ή Λεωτσάκος που ήταν υπάλληλος στο φαρμακείο του Καραμάνου, πήγαινε το πρωί να ανοίξει το φαρμακείο και ήταν ερημιά, μόνο ο Σωτήρος Κολενδριανός (παλαβο-Σωτήρος) ήταν στην αγορά και δεν είχε καταλάβει τι συμβαίνει. Ο Μανώλης τον ενημέρωσε ότι είναι διαταγή των Ιταλών να κλειστούν όλοι μέσα Τότε ο Σωτήρος άρχισε να φωνάζει δυνατά "κερατάδες Ιταλοί" φέροντας σε αμηχανία το Μανώλη που προσπαθούσε να τον ηρεμήσει.
Η διαταγή ήταν αυστηρή και ο Νίκος Παπασαράντης, μετέπειτα δάσκαλος, βρισκόταν έξω από το σπίτι του, τον είδε ένας Ιταλός καραμπινιέρος, ονόματι Ραφαέλο, και του έδωσε αρκετές κλωτσιές και καρπαζιές. Όταν μετά τη συνθηκολόγηση της Ιταλίας, το Σεπτέμβρη 1943, ο Νίκος πήγε στο Γεράκι, με εντολή του ΕΑΜ, να πάει εκεί φάρμακα, συνάντησε τον Ραφαέλο αιχμάλωτο και του υπενθύμισε τη βάρβαρη συμπεριφορά του Τότε ίσως κατάλαβε ο Ραφαέλο πόσο εύκολα παρασύρεται ο άνθρωπος που έχει κάποια εξουσία και δεν γνωρίζει πώς να την χειριστεί.
Οι Ιταλοί αποφάσισαν να ελευθερώσουν τους κρατούμενους, ελπίζοντας ότι με άλλους τρόπους ίσως πληροφορηθούν τα ονόματα των δραστών.
25 Μαρτίου 1944
Στις 27 Ιουλίου 1943 έγινε η μάχη έξω από τον Κοσμά μεταξύ των ανταρτών του ΕΛΑΣ (Ελληνικός Λαϊκός Απελευθερωτικός Στρατός) και κατοίκων του Κοσμά εναντίον λόχου Ιταλών καραμπινιέρων, με διοικητή τον υπεύθυνο Αρκαδίας συνταγματάρχη Festutsio. Είχαν πληροφορηθεί ότι υπήρχαν στον Κοσμά οπλισμένοι αντάρτες και έρχονταν να τους συλλάβουν. Στρατιωτικός διοικητής των ανταρτών ήταν ο Γιάννης Σαρρής ή Σαρρήγιαννης από τα Τσιτάλια, που είχε πολεμήσει στο Αλβανικό μέτωπο ως έφεδρος ανθυπολοχαγός και πολιτικός υπεύθυνος ήταν ο Κώστας Απαλοδήμας, από τον Κοσμά, που είχε μυήσει το Σαρρήγιαννη. Επακολούθησε μάχη και οι Ιταλοί είχαν πολλoύς νεκρούς και τραυματίες, σκοτώθηκε και ο Festutsio. Τους τραυματίες περιποιήθηκαν οι γυναίκες του Κοσμά στο σχολείο, που μετατράπηκε σε νοσοκομείο.
Στις 6 Αυγούστου 1943 ήλθε στο Λεωνίδιο ένας λόχος ανταρτών του ΕΛΑΣ για να συλλάβει την ιταλική φρουρά, που είχε οχυρωθεί στην Πλάκα για να είναι πιο ασφαλής. Προηγήθηκε δοξολογία στη μητρόπολη, παρέλαση των ανταρτών μπροστά από το ηρώον, αλλά η σύντομη μάχη που ακολούθησε δεν σχεδιάστηκε καλά, οι Ιταλοί ταμπουρώθηκαν στην Πλάκα και οι αντάρτες αναχώρησαν το απόγευμα για Μονεμβάσια. Την επόμενη μέρα ήλθε πολεμικό πλοίο των Ιταλών στην Πλάκα και μετέφερε την ιταλική φρουρά στο Ναύπλιο. Το κενό της διοίκησης το κάλυψε ελληνική διοίκηση του ΕΑΜ (Εθνικό Απελευθερωτικό Μέτωπο) που εγκαταστάθηκε το Σεπτέμβρη στο Λεωνίδιο.
Το Λεωνίδιο και τα γύρω χωριά ήταν απαλλαγμένα από την ξένη κατοχή, η ιταλική σημαία κατέβηκε και ανέβηκε η ελληνική.
Το επαρχιακό γραφείο ανατολικής Λακωνίας και Κυνουρίας (ΕΓΑΛΚ) του ΕΑΜ, με έδρα το Γεράκι και υπεύθυνο τον Κώστα Απαλοδήμα, θεωρούσε ότι στο Λεωνίδιο η ηγεσία του τόπου έβλεπε με επιφύλαξη τη συνεργασία με το ΕΑΜ-ΕΛΑΣ.
Ο Ευάγγελος Μαχαίρας, δικηγόρος από την Τρίπολη, ήταν καπετάνιος ενός λόχου πυροβόλων του ΕΛΑΣ με 100 περίπου άνδρες και βρισκόταν στη Βαμβακού. Ο λόχος είχε και Ιταλούς αντιφασίστες εθελοντές, που είχαν αυτομολήσει, είχε αποκτήσει φήμη μετά τη μάχη στο Μονοδένδρι με τους Γερμανούς.
Ο Σ. Τσικλητήρας, διοικητής του 8ου συντάγματος του ΕΛΑΣ, είχε έδρα τα Τσίτζινα και δρούσε στον Πάρνωνα, πρότεινε στο Μαχαίρα να πάει με το λόχο του στο Λεωνίδιο, να τους αναπτερώσει το ηθικό. Η πυροβολαρχία ξεκίνησε από τη Βαμβακού, πέρασαν από Καστάνιτσα, Άγιο Ανδρέα, Τυρό, Μέλανα και το απόγευμα της 24 Μαρτίου έφτασαν στο Λεωνίδιο. Από κάθε χωριό που περνούσαν παρέλαυναν συντεταγμένοι, χτυπούσαν τα τύμπανα και προηγείτο αντάρτης με υψωμένη την ελληνική σημαία.
Η υποδοχή στο Λεωνίδιο στην αρχή ήταν χλιαρή, αλλά όταν έφτασαν στην πλατεία όπου είναι το ρολόγι, μαζεύτηκαν πολλοί κάτοικοι και εντυπωσιάστηκαν διότι θεωρούσαν ότι οι αντάρτες είναι μπουλούκι, χωρίς οργάνωση ενώ τώρα έβλεπαν ένα πειθαρχημένο και καλά εξοπλισμένο στρατό. Στρατοπέδευσαν στο παλαιό νοσοκομείο, κοντά στην εκκλησία του Άγιου Γιάννη.
Την άλλη μέρα, 25 Μαρτίου, επήγαν και παρατάχθηκαν έξω από τη μητρόπολη όπου θα γινόταν η δοξολογία. Ο Βαγγέλης Μαχαίρας εκάθησε δίπλα στο δεσποτικό και τον πανηγυρικό της ημέρας εκφώνησε ο φιλόλογος καθηγητής Αλέξανδρος Τσιγκούνης. Στην ομιλία του αναφέρθηκε στον απελευθερωτικό αγώνα του 1821 αλλά δεν είπε τίποτα για τη σύγχρονη ξένη κατοχή, ούτε για τον αγώνα κατά των κατακτητών. Μερικοί αντάρτες πλησίασαν τον Μαχαίρα και του είπαν να μιλήσει και αυτός. Αλλά αυτός αρνήθηκε για να μην προκαλέσει τριβές.
Μετά το τέλος της δοξολογίας άρχισε η παρέλαση των μαθητών και ακολούθησε η παρέλαση της πυροβολαρχίας με σάλπιγγες και τύμπανα. Ο κόσμος ενθουσιάστηκε και από τα παράθυρα και τα μπαλκόνια πετούσαν λουλούδια.
Το απόγευμα υπήρχε το έθιμο να χορεύουν στην πλατεία του ρολογιού Μαθητές και μαθήτριες με τσακώνικες φορεσιές άρχισαν το χορό με ντόπια όργανα και με τραγούδια. Πολλοί αντάρτες μπήκαν στο χορό και τέλειωσαν χορεύοντας όλοι τον Τσακώνικο.
Μετά οι αντάρτες έκαναν επίδειξη αντάρτικου χορού, με τα πολυβόλα σε θέση μάχης και απάγγειλαν το εμβατήριο "το νέο αρματολίκι", που είχε γράψει ο Ε. Μαχαίρας και είχε γίνει γνωστό σε όλη την Ελλάδα.
Ακολούθησε ομιλία του Ε. Μαχαίρα, ο οποίος μίλησε για τη συμβολή των Τσακώνων στον αγώνα του 21, για το Μανώλη Δούνια και το Γιωργάκη Μανωλάκη και τέλειωσε με τους σκοπούς και τους αγώνες του ΕΑΜ-ΕΛΑΣ για μια ελεύθερη Ελλάδα, όπου ο λαός θα αποφασίσει για τον τρόπο διακυβέρνησής του.
Οι ιθύνοντες του τόπου, Ν. Καραμάνος, Η. Σιώρας, Γ. Ευσταθίου κ.ά. υποσχέθηκαν να βοηθήσουν και να συνεχίσουν την προσφορά τους σε τρόφιμα, τσιγάρα κ.λπ. Την άλλη μέρα, 26 Μαρτίου 1944, η πυροβολαρχία αναχώρησε, με τις καλύτερες εντυπώσεις, για Τσιτάλια-Πελετά με προορισμό τη Βέρροια Λακωνίας.
Στρατής Κουνιάς
Το κείμενο είχε πρωτοδημοσιευθεί στην εφημερίδα Κυνουρία του Μαρτίου 2001.
Για τα γεγονότα που αναφέρονται πληροφορίες έδωσαν αρκετοί από τους πρωταγωνιστές,Τάκης Μπεκύρος, Κ.Τσουκάτος, Ε. Μαχαίρας, Παντελής Σταυρόπουλος, Γιάννης Λεμπέσης, Ν. Φακλής, Τασία Δολιανίτη, Μανώλης Χείλαρης (Λεωτσάκος), οι κόρες του Απαλοδήμα στη Θεσσαλονίκη κ. ά.
Επίσης το βιβλίο "50 Χρόνια Μετά" του Ε. Μαχαίρα, έκδοση Σύγχρονης εποχής, έχει αρκετές πληροφορίες.
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ