Του Πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου Μ. Καμβύση ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ Μια ημέρα του έτους 1936 µ' έστειλε η μητέρα µου στο φαρμακείο του Νικ....
Του Πρωτοπρεσβύτερου Νικόλαου Μ. Καμβύση
ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΕΣ ΓΙΑΤΡΟΙ
Μια ημέρα του έτους 1936 µ' έστειλε η μητέρα µου στο φαρμακείο του Νικ. Καραμάνου µε µια συνταγή του γιατρού να της πάρω ένα φάρμακο για το βήχα. Κρατώντας τη συνταγή στο χέρι έφτασα στο φαρμακείο.
Το φαρμακείο ήταν µε τάξη και κομψά στολισμένο. Το γραφείο του κ. Νίκου που ήταν και βουλευτής Αρκαδίας ήταν μεγάλο και επιβλητικό. Τα ράφια, τα ντουλάπια µε μπλε τζάμια σε απόλυτη τάξη. Ο πάγκος στο βάθος µε μια πλάκα μαρμάρου χρησίμευε για εργαστήρι του βοηθού, καθαρά ντυμένου Μανόλη µε το γουδί και τη ζυγαριά ακριβείας για την παρασκευή του φαρμάκου. Έδωσα τη συνταγή και αμέσως ο Μανόλης άρχισε να ετοιμάζει τα σκονάκια, δηλαδή τις δόσεις του φαρμάκου, ακούστηκε να λέει: "πρωί, μεσημέρι, βράδυ από ένα σκονάκι, λιωμένο στο νερό".
Ήταν μεσημέρι περίπου και οι γιατροί επέστρεφαν από τις επισκέψεις των ασθενών τους κατ' οίκον και του Νοσοκομείου. Το φαρμακείο γι' αυτούς ήταν ο τόπος και ο χώρος συνάντησης και αναφοράς. Χαιρέτισαν εγκάρδια τον κ. Νίκο και µε χαρά χαιρετήθηκαν μεταξύ τους. Άφησαν τα τσαντάκια τους στο γραφείο και κάθισαν άνετα στις καρέκλες. Ο αχνιστός καφές ήταν έτοιμος και η συζήτηση άρχισε. Τα περιστατικά που αντιμετώπισαν ήταν τα πρώτα, οι γνώμες και οι εμπειρίες έδιναν και έπαιρναν σε κλίμα σύνεσης και υπευθυνότητας, και προπάντων µε αγάπη και μεράκι για το λειτούργημά τους. Ακολούθησαν γνώμες για τη νοσηρότητα, το κλίμα, τη διατροφή, τις δυσκολίες της εργασίας κ.λπ.
Ένιωσα μια χαρά και ικανοποίηση για τους επιστήμονες αυτούς.
Ελεύθεροι από κάθε αναγκαιότητα και συναισθηματικά φορτισμένοι από αγάπη προς το λειτούργημά τους, χωρίς διακρίσεις έσκυβαν στον άρρωστο και µε τα µάτια της ψυχής διάβαζαν τον πόνο, γιατί ο πόνος δε διακρίνεται µε τα µάτια του σώματος. Εύγε τους! Ο Πανάγαθος Κύριος αξίωσε τους καταξιωμένους στην επιστήμη της Ιατρικής επιστήμονες -µόνο τώρα τα μέσα της τεχνολογίας τους έκαναν πιο εξειδικευμένους- να δουν και να καμαρώσουν παιδιά και εγγόνια• τα διάφορα εργαστήρια τους βοηθάνε στη σωστή διάγνωση. και σήμερα η παρουσία των γιατρών του Λεωνιδίου είναι σημαντική σε όλους τους τομείς.
ΚΑΘΗΓΗΤΕΣ, ΔΙΚΗΓΟΡΟΙ, ΔΙΚΑΣΤΙΚΟΙ, ΛΟΓΟΤΕΧΝΕΣ
Με το δικαίωμα της παιδικής αθωότητας μπήκα στο καφενείο του κ. Μανόλη που εθεωρείτο σαν επιστημονική λέσχη την εποχή του 1937, ενώ ως έφηβος αργότερα από σεβασμό ήταν αδύνατο να µπω. Δίπλα από το καφενείο είχε ο νονός µου, ο Χαρ. Σμύρος το επιπλοποιείο του και µε είχε καλέσει να µου φτιάξει ένα παιχνίδι (καρότσι)' ώσπου να το ετοιμάσει, µε πήγε στο καφενείο, για να µε κεράσει λεμονάδα. Εκεί η παιδική µου περιέργεια έφτασε στο αποκόρυφο: Αίθουσα, τραπέζια, καρέκλες, κάδρα είχαν τη σημασία τους.
Πρώτος έφτασε ο κ. Νίκος, ο γυμνασιάρχης, και μετά όλοι οι καθηγητές µε τις καμπαρντίνες και τα καπέλα τους έδιναν άριστες εντυπώσεις. Το κέντρο της συζήτησης ήταν τα μαθήματα, η μάθηση και οι μαθητές. Η προσφορά τους για τη μάθηση των παιδιών ξεπερνούσε κάθε προηγούμενο. Πιο πέρα οι δικηγόροι µε τους δικαστικούς µε σοβαρό ύφος συζητούσαν για τη δυσκολία του επαγγέλματός τους, συμβουλευόμενοι πότε-πότε και τους δύο συνταξιούχους αρεοπαγίτες.
Την ημέρα εκείνη είχαμε την ευτυχία να έχουμε μαζί µας το συμπατριώτη µας λογοτέχνη Κώστα Ουράνη. Του είχαν κεντρίσει το ενδιαφέρον τα καμώματα μερικών παραγόντων και δημάρχων για το ρολόι της πόλεως, δωρεά ομογενών.(Διαβάστε τo σχετικό δημοσίευμά του εδώ) .
ΚΗΠΟΥΡΟΙ
Ένα συμβόλαιο του 1930, που έγραφε το επάγγελμα ενός συναλλασσομένου «κηπουρού», µου έδωσε την αφορμή να ρωτήσω και να μάθω για την προσφορά κι εργασία αυτής της ομάδας. Οι προεστοί που ήσαν διαχειριστές και εισέπρατταν τους φόρους επί Τουρκοκρατίας, έγιναν μετά κτηματίες και ιδιοκτήτες. Οι ομάδες των γεωργών και εργατών παρέμειναν στα χέρια τους. Στην αρχή καλλιέργησαν το αμπέλι, η φυλλοξήρα όμως του 1870, τους ανάγκασε να το εγκαταλείψουν και να καλλιεργήσουν την ελιά µε την προτροπή γαμπρών που ήρθαν από την Κεφαλονιά. Το λάδι της παραγωγής τους ικανοποιούσε οικονομικώς, λόγω του ότι είχε µια σταθερή τιμή. Μια αποθήκη λαδιού ενός αρχοντόσπιτου, του Βουγά, μπορεί να µας δώσει τις πληροφορίες, πόση σημασία και αξία έδιναν στο λάδι. Έξι μεγάλα κιούπια των πεντακοσίων οκάδων και στη μέση ένα μεγάλο μέσα στο χώμα, σαν λάκκος ασφαλείας, διατηρούσε δροσερό και υγιεινό περιβάλλον. Παράλληλα οι κτηματίες-νοικοκυραίοι διατηρούσαν κήπους (λαχανόκηπους) για τις ανάγκες της οικογενείας τους. Επειδή το έδαφος ήταν και είναι γόνιμο, περίσσευαν λαχανικά και τα πουλούσαν στις δυο πλατείες µε τα γαϊδουράκια τους, µε γεμάτα τα καλάθια, λαχανικά και φρούτα. Φορώντας µια μακριά ποδιά µε µια τσέπη για τα κέρματα κρατούσαν την παλάντζα. Ο ίσκιος και στις δυο πλατείες, Χαρμαντά και Χασάπικα ξεκούραζε τους κηπουρούς κι ευνοούσε τη συναλλαγή µε τους πελάτες.
Στην τρίτη γενιά κατάφεραν οι εργατικοί αυτοί κηπουροί να γίνουν ιδιοκτήτες και να πάρουν τον τίτλο του περιβολάρη-επιχειρηματία. Εκτός από την τοπική αγορά, τροφοδοτούσαν την αγορά των Σπετσών, Ύδρας και Πειραιά. Μια πανέξυπνη και δραστήρια περιβολάρισσα ανακάλυψε ότι τα αχλάδια, χειμωνιάτικα και κρυστάλλια ή νερουλά ήσαν ικανά, τα µεν χειμωνιάτικα να τ' αγοράσουν τα ζαχαροπλαστεία για κομπόστες, τα δε κρυστάλλια τα ζητούσαν στην Αλεξάνδρεια σαν φρούτα περιωπής, αποκομίζοντας έτσι τεράστια οικονομικά οφέλη. Αργότερα δε τα κρυστάλλια τα απορροφούσε και η αγορά του Πειραιά. Η προτεραιότητα στα φρούτα αυτά έφτασε μέχρι το 1950 που τα δέντρα κορέσθηκαν, τα έπνιξαν διάφορες ασθένειες και τα ανταγωνίστηκαν άλλα φρούτα στην αγορά, όπως τα ροδάκινα.
Την εποχή εκείνη ένας προοδευτικός περιβολάρης καλλιέργησε πορτοκαλιές, τα λεγόμενα ομφαλοφόρα Καλιφόρνιας. Παράλληλα δε καλλιέργησαν τη φημισμένη μελιτζάνα. Τα προϊόντα αυτά κράτησαν την προτεραιότητα μέχρι σήμερα.
Μια περισπούδαστη ομιλία ενός προέδρου του συνεταιρισμού, του Τριαντάφυλλου Σαρρή, που δημοσιεύτηκε στην πρόσφατη «Κυνουρία» μπορεί κι αυτή να καταγραφεί στα πρακτικά και να καλύψει όλο το φάσμα της δραστηριότητας των κηπουρών, επιχειρηματιών περιβολάρηδων του Λεωνιδίου. Για να δείξω τη σπουδαιότητα και δραστηριότητα των κηπουρών, θ' αναφερθώ σε δυο πράγματα.
Πρώτον: Όταν άνοιξε ο δρόμος Λεωνιδίου Άστρους, το 1957 το Μάρτιο μήνα, τον Ιούλιο και Αύγουστο στο φόρτε της παραγωγής περνούσαν κάθε μέρα από το Άργος 18 με 20 φορτηγά αυτοκίνητα τροφοδοτώντας την αγορά Αθηνών - Πειραιώς. Οι Αργίτες εξεπλάγησαν και διερωτήθηκαν πού είναι αυτό το μέρος με τόση παραγωγή που εμείς μ' έναν τεράστιο κάμπο κινδυνεύουμε να στείλουμε 10 αμάξια στην αγορά. Μερικοί περίεργοι επισκέφτηκαν τον κάμπο του Λεωνιδίου και διαπίστωσαν την εντατικότητα και την πρωτοβουλία στις καλλιέργειες. Φώναξαν μαζί: "Μας νικήσατε Τσάκωνες", σαν τους παλιούς Δωριείς στη μάχη στα Μνήματα.
Δεύτερον: Κάποιος γεωπόνος, Χρήστος Ξανθάκος από τη Λακωνία, κάλεσε τους συμπατριώτες του να πάρουν μάθημα «κηπουρικής δεοντολογίας», καλλιέργειας ντομάτας και σήμερα όλος ο κάμπος της Σκάλας και των γύρω χωριών οικονομικά ενισχύθηκε απ' αυτή την καλλιέργεια.
Κλείνοντας το οδοιπορικό αυτό, σας εύχομαι ολόψυχα να διατηρήσετε την αγάπη σας προς τα περιβόλια σας που τα 'χετε ποτίσει με ιδρώτα και να είστε πάντοτε ένα φωτεινό παράδειγμα για τις καλλιέργειες.
ΤΕΧΝΙΤΕΣ
Μετά την καταστροφή του Πραστού από τον Ιμπραήμ, άρχισε η μετοίκηση των περισσοτέρων κατοίκων στο Λεωνίδιο, που είχαν τα αγροτόσπιτα και τα χτήματα. Έχοντας οικονομική άνεση από το εμπόριο και από τις σοδειές τους, άρχισαν να χτίζουν μεγάλες και πολυτελείς κατοικίες. Για να γίνουν όλα αυτά, χρειάστηκαν τεχνίτες όλων των ειδικοτήτων. Σ' αυτούς θα αναφερθώ.
Από το 1845 άρχισαν να χτίζονται τα μεγάλα και ευρύχωρα νεοκλασικά κτίρια. Χρειάστηκαν βέβαια χτίστες. Πρώτος με το συνεργείο του κατέβηκε ο προπάππους µου Αθανάσιος Γρεβενίτης από το Γρεβενίτι της Ηπείρου. Αυτός, τα παιδιά του και το συνεργείο του έχτιζαν μέχρι το 1905, όταν οι εύπορες οικογένειες και τα παιδιά τους στράφηκαν στις επιστήμες και το εμπόριο εκτός Λεωνιδίου. Εκτός του συνεργείου Γρεβενίτη, ήσαν κι άλλοι χτίστες ο Γεώργιος Πρασιώτης από τον Πραστό, Μακεδόνες και Λαγκαδιανοί. Μια μελέτη του καθηγητού κ. Πετρονώτη κατέταξε σε τέσσερις κατηγορίες τα χτίσματα, ανάλογα µε την τεχνοτροπία της καταγωγής των τεχνιτών. Άλλοι χτίστες ήταν Ζούτης, πατέρας και γιος, Δ. Παπαδόπουλος. Μαραγκοί ήσαν Κουρούκλης, Σµύρος Χαράλαμπος και Δημήτρης, Χαλίδας Δημήτριος, Γρεβενίτης Απόστολος, Δολιανίτης, Γούσγουλας, Κατής και αδελφοί Κόκκορη. Παράλληλα µε την τέχνη τους πολλοί ήσαν και καλλιτέχνες. Έπαιζαν βιολί. Οι Χαρμαντάδες, πατέρας και παιδιά, εναρμόνιζαν τις εκδηλώσεις, γάμους, παρέες, αποκριάτικους χορούς κ.λ.π. Επίσης οργανοπαίχτες καλοί ήταν και οι αδελφοί Κόκκορη, Μπουρνάκης και Ζαρόκωστας, παίζοντας σαντούρι, βιολί και λαούτο.
ΚΑΛΑΘΟΠΟΙΟΙ (κοφινάδες)
Μια ομάδα, πατέρας, παιδιά και εγγόνια και οι γυναίκες τους έπλεκαν καλάθια. Όλα τα φρούτα, λαχανικά και ψώνια από τον μπακάλη μεταφερόντουσαν µε καλάθια. Οι ελιές στα ελαιοτριβεία και τα εμπορεύματα µε φρούτα και λαχανικά, τα μετέφεραν στον προορισμό τους µε καλαθούνες (καλάθια μεγάλα). Στη συνέχεια βγήκαν τα ξύλινα καφάσια και τελάρα και τώρα οι πλαστικές κλούβες. Η ομάδα αυτή ήσαν όλοι οργανοπαίχτες. Έσφυζαν οι γειτονιές και τα πανηγύρια, γάμοι και γλέντια µε παρέες από το κέφι και τη ζωντάνια τους.
ΣΑΓΜΑΤΟΠΟΙΟΙ (σαμαράδες)
Ο στόλος που μετέφερε τα προϊόντα και η καθημερινή εργασία τους γινόταν µε τα ζώα. Τα ζώα ήθελαν κι αυτά τη φροντίδα τους, εκτός της τροφής, το πετάλωμά τους, το σαμάρι τους. Μια ομάδα από σαμαράδες, στη γειτονιά της αγοράς όλοι κοντά κοντά, Σιώρας, Κατής, Τσουκάτος ή Φασουλής, Γιάννης Πετρούλιας. Τα εργαστήριά τους, που είχαν στο βάθος µια ταβερνούλα, τις αργίες και τις Κυριακές βρίσκονταν σε οργασμό τέχνης σκορπίζοντας έναν τόνο ζωντάνιας. Τόση μεγάλη ήταν η ανανέωση του στόλου των ζώων, που είχαν καθιερώσει το Μάιο μήνα, του Αγίου Κωνσταντίνου, μεγάλη ζωοπανήγυρη. Το 1936 πουλήθηκαν 83 ζώα από τσαμπάσηδες Μυτιληναίους, Μανιάτες και ντόπιους.
ΦΑΝΟΠΟΙΟΙ
Ο φωτισμός όλος γινόταν με φανάρια, τρίφωτα και τετράφωτα λυχνάρια και μπρούντζινα πολυελαιάκια για τις εύπορες οικογένειες. Η διατήρηση των φαγητών γινόταν από φανάρια μεγάλα με σίτα.
Όλα αυτά τα έφτιαχναν οι φανοποιοί Ζόργιας, Κοντός, Νικολούλιας μέχρι σήμερα και Σταματόπουλος. Ο Σταματόπουλος ήταν και άριστος ψάλτης.
ΣΙΔΕΡΑΔΕΣ
Σταυρόπουλος με τα παιδιά του μέχρι σήμερα. Καραχάλιος Γεώργιος και Ηλίας τραβούσαν το φυσερό με κόπο και με δύναμη με τα μαύρα χέρια τους, γυρνούσαν το σίδερο και χτυπούσαν το αμόνι, χαρίζοντας με το θόρυβο νότα δύναμης και δημιουργίας, φτιάχνοντας με χαρά και με συνέπεια τα εργαλεία των αγροτών.
ΚΟΥΡΕΙΣ
Αλλά και ο καλλωπισμός και η περιποίηση της κόμης και του προσώπου δημιούργησε την ανάγκη να έχουμε τους κουρείς ή μπαρμπέρηδες.
Αδελφοί Γεωργίου, Γιάννης Τσολάκης, Μιχάλης και Ηλίας Πρωτόπαπας, Κουρτέσης Γεώργιος, Νικ. Τσίμπρος, Χαρ. Αρτίκης ή Κολομπόνης. Μια μέρα μ' έστειλε η μητέρα μου να κουρευτώ, τον Οκτώβριο του 1937 στο κουρείο του Μιχάλη και Ηλία Πρωτόπαπα που διατηρούσε συγχρόνως και κοσμηματοπωλείο, για τις ανάγκες των γάμων και των βαφτίσεων. Δύο μεγάλοι καθρέφτες στόλιζαν τον τοίχο του κουρείου, ωσαύτως δε και δυο κιθάρες κι ένα βιολί. Σε μια στιγμή φτάνουν μια ομάδα που αποτελούσε το σύλλογο των κυνηγών με τα όργανα στο χέρι, βιολιά, λαούτα κλπ. Είχαν πρόβα για τον επικείμενο χορό του συλλόγου. Μιχαήλ Μπεκύρος (Απάχιας), Τάκης Σακελαρίου, Παντελής Κρητικός, Θόδωρος Χαρμαντάς, φορώντας συνάμα και μια διαφορετική στολή, σπορ και κομψή, παντελόνι κοφτό, κάλτσα λευκή και μπλουζάκι και στο λαιμό μαντίλι. Το είπα στον πατέρα μου το βράδυ και μου είπε: «Θα σε πάω στη χοροεσπερίδα, αύριο, στου Πολίτη το καφενείο». Η μουσική βραδιά θα μου μείνει αξέχαστη απ' αυτούς τους τέλειους και μερακλήδες οργανοπαίχτες. Ευρωπαϊκά, λαϊκά, ελαφρά και δημοτικά, σαγήνευαν και διασκέδαζαν τους καλεσμένους με τα γλυκά τους όργανα και τραγούδια. Στην παρέα ήταν ο Λουκάς ο Σαντούρης, μετέπειτα βάρδος του πενταγράμμου στην Αθήνα κι ένα δεκατετράχρονο αγόρι, που είχε μια φωνή φαινόμενο.
Ήταν τενόρος και τραγούδησε σε σόλο το "Αποβραδίς ξεκίνησα". Αυτό το αγόρι λεγόταν Δημήτρης Γολεγός, μετέπειτα παπά Δημήτρης Γολεγός, που επί 70 χρόνια με τη γλυκιά του φωνή εδίνε κατάνυξη και τέρπει. Στο βάθος επωαζόταν και το ταλέντο του Μανόλη Χιώτη. Οικογενειακές συγκυρίες τον είχαν αφήσει μόνο του στο Λεωνίδιο. Ζούσε με μικροεξυπηρετήσεις των καταστημάτων, ώσπου μια μέρα βρέθηκε μ' ένα καΐκι στον Πειραιά κι έγινε αυτός που έγινε.
ΠΑΠΛΩΜΑΤΑΔΕΣ
Φερμένοι από την Κωνσταντινούπολη. Ο μπάρμπα-Σταμάτης Χοντζόπουλος, καλλικέλαδος ψάλτης, άφησε μια μεγάλη εποχή και στην τέχνη του και στην ψαλτική, με ομάδα ψαλτών Σαράντος Κολινιώτης, Κώστας Φακλής και λοιπούς.
ΤΣΑΓΚΑΡΑΔΕΣ
Στην αρχή οι γεωργοί, οι κτηνοτρόφοι και οι εργάτες έφτιαχναν μόνοι τους τα παπούτσια τα λεγόμενα τσαρούχια ή λαδιές από κατεργασμένο δέρμα. Δύο μεγάλα καταστήματα παπουτσίδικα, "Ο Προυσιανός" και "ο Τεβεκέλης" προμήθευαν έτοιμα παπούτσια από το 1864 τους κατοίκους. Ο πρώτος διατήρησε το κατάστημά του,με το παιδί του μέχρι το 1918. Τότε δε στην εποχή του διχασμού βενιζελικοί - αντιβενιζελικοί - αντιφρονούντες προς τον Προυσιανό, που ήταν βενιζελικός, του έσπασαν το κατάστημα και το λεηλάτησαν. Τότε διέλυσε την επιχείρησή του κι έφυγε για την Αθήνα. Ο Τεβεκέλης, έχοντας οράματα και γούστο στη δουλειά του, έχτισε ένα κατάστημα με βιτρίνα παραδοσιακού τύπου, με παράθυρα και πόρτες γυριστές. Έκτοτε την κατασκευή παπουτσιών ανέλαβαν οι τσαγκαράδες.
Πρώτος ο Αντώνης Λεκκός ή Γκέγκας με τους βοηθούς του και τα παιδιά του, συντεχνία από έξι άτομα ικανοποιούσαν τις ανάγκες των κατοίκων. Ακολούθησαν ο Δ. Πετάκος, ο Μιχαήλ Δολιανίτης ή Ψιουχάρης, ο Βαγγέλης Ζώταλης, Στέλιος Γιωργαντώνης και Αλέξ. Υψηλάντης Παρέμεινε δε μέχρι τέλους κάποιος Ιω. Κολενδριανός με τον Αντώνη Γεωργίου και Ηλία Σαρρή που διόρθωναν τα κατεστραμμένα παπούτσια. Σήμερα πήρε τη θέση το έτοιμο παπούτσι καλύπτοντας τις ανάγκες των κατοίκων.
ΡΑΦΤΑΔΕΣ
Το ύφασμα που χρησιμοποιούσαν στην αρχή οι εργάτες και οι αγρότες ήταν το ράσο, χοντρό ύφασμα υφαντό από τους ίδιους με πρώτη ύλη το μαλλί από τα αιγοπρόβατα. Τα έραβε ο Κώστας Χείλαρης ή Ρούμελης, περιοδεύοντας στις γειτονιές µε µια σιδερένια βέργα για μέτρο, και συνέχισε ο Τυριώτης Χρίστος Κορολόγος. Τα υπόλοιπα ενδύματά τους ήταν υφαντά στον αργαλειό που τα έραβαν οι γυναίκες τους και οι κόρες τους, κυρίως βαμβακερά. Αργότερα έφτασαν οι ραφτάδες. Έραβαν και κοστούμια και καθημερινά, Κώστας Στεφάνου, Παντελής Κρητικός, Μανόλης Γολεγός, Νικόλαος Σαράντης και Παν. Γούσγουλας. Στόλιζαν από γαμπρούς μέχρι κομψούς νέους και ηλικιωμένους μερακλήδες.
ΦΟΥΡΝΟΙ
Συνεχίζοντας το οδοιπορικό στην αγορά του Λεωνιδίου συναντάς τέσσερις φούρνους και έναν στην απέναντι γειτονιά, το Κοίλασο. Στην αρχή χρησιμοποιούσαν ως πρώτη ύλη ξύλα. Ξυπνούσαν πολύ πρωί κι έφτιαχναν νόστιμο ψωμί, άσπρο και σκούρο. Σήμερα από τους υπάρχοντες φούρνους ένας καίει ξύλα, οι άλλοι καίνε πετρέλαιο. Εντυπωσιακό ήταν το ψήσιμο των φαγητών, ιδίως το κρέας τις Κυριακές, αλλά και τα λαμπροκούλουρα. Οι περαστικοί και οι θαμώνες της αγοράς ευχόντουσαν "καλοφάγωτο" για το φαγητό και "του χρόνου" για τα λαµπροκούλουρα, κι αυτοί απαντούσαν: "ευχαριστούμε πολύ", ή "παρομοίως".
ΖΑΧΑΡΟΠΛΑΣΤΕΙΑ
Τέτοια αριστοκρατική κοινωνία, όπως του Λεωνιδίου, δεν μπορούσε να στερείται από γλυκά. Υπήρχαν δύο τεχνίτες ζαχαροπλαστικής από την Κωνσταντινούπολη: Ο Δ. Κωνσταντίνου και ο Σάββας Γενεόπουλος.Ο πρώτος έφτιαχνε γλυκά χρονικής διάρκειας (λουκούμια, βανίλια, φιστίκι, παστοκύδωνο αρίστης ποιότητας) τροφοδοτώντας και την αγορά πόλεων, ιδίως του Πειραιά. Ο δεύτερος έφτιαχνε πάστες, κωκ, γαλακτομπούρεκο, παγωτό για την τοπική κοινωνία και αργότερα παγωτό χύμα και χωνάκι.
ΔΙΑΚΟΣΜΗΤΕΣ
Το μεράκι που είχαν να φτιάξουν ένα σπίτι ευχάριστο για κατοικία τους ανάγκασε να καλέσουν ειδικούς. Πρώτα οι σοβατζήδες φτιάχνοντας μείγμα (ασβέστη, ψιλή άμμο, αυγό και γάλα) σοβάτιζαν τους τοίχους πατητά µε το μυστρί. Πάνω στους τοίχους αυτούς οι διακοσμητές έφτιαχναν μαιάνδρους, κλήματα και διάφορες παραστάσεις από τη γύρω φύση µε αρμονία που εντυπωσίαζε και ευχαριστούσε τον επισκέπτη.
ΨΥΧΑΓΩΓΙΑ
Την ψυχαγωγία μπορούμε να τη χωρίσουμε σε τρεις ενότητες:
1) Ιδιωτική (γάμοι, αρραβώνες, βαφτίσια, ονομαστικές γιορτές), Καλούσαν συγγενείς και φίλους με όργανα της επιλογής τους ή χωρίς αυτά και γλεντούσαν και διασκέδαζαν, σύμφωνα με τις επιθυμίες τους σε χρόνο και κέφι.
2) Δημόσιοι χοροί που είχαν δεσμεύσεις σε τόπο και χρόνο. Γίνονταν στις πλατείες και γειτονιές κατά τις Αποκριές, το Πάσχα, του Ευαγγελισμού και στη Βασκίνα (Προφήτη Ηλία, Παναγίας, Αγίου Γεωργίου).Η συμμετοχή ήταν ελεύθερη και καθολική. Στην αρρενωπότητα και τη λεβεντιά είχαμε αξιοζήλευτη άμιλλα.
Ο Τσακώνικος χορός ήταν η εισαγωγή και ο λαμπρός επίλογος.
3) Ευρωπαϊκοί χοροί. Η ευημερούσα και πολυταξιδεμένη αστική τάξη με τους ομοιόμορφα ντυμένους τζέντλεμαν και απάχηδες(τα άτακτα παιδιά κατά τους Γάλλους) δεν μπορούσαν αρκεσθούν στα παραδοσιακά γλέντια, γι' αυτό μέσω Συλλόγων εισήγαγαν τα πάρτι ευρωπαϊκού τύπου, ωφέλιμα και ανεκτά στις ανάγκες της ανάγκες της μερίδας αυτής, κατά τα οποία κάποιοι διακρίνονταν ιδιαίτερα, σύμφωνα με εφημερίδες της εποχής. Οργάνωσαν και λειτούργησαν διασκεδάζοντας την αίθουσα του καφενείου Ηλία Πολίτη σε αίθουσα θεάτρου. Εκεί δίνονταν πολλές παραστάσεις πρόζας και επιθεωρήσεως από αθηναϊκούς θιάσους και ντόπιους ταλαντούχους ερασιτέχνες, Τέλος ο προοδευτικός Γεώργιος Ευσταθίου χρησιμοποίησε την αίθουσα προβάλλοντας εποικοδομητικές ψυχαγωγικές ταινίες.
(Απόσπασμα από την ανάδρομη στην παλαιά ζωή του Λεωνιδίου με περιστατικά της τότε καθημερινότητας, από τον Πρωτοπρεσβύτερο Νικόλαο Μ. Καμβύση κατά το Ε’ Τσακώνικο Συνέδριο που πραγματοποιήθηκε σε Λεωνίδιο, Αγ. Ανδρέα και Τυρό από 26-28 Σεπτεμβρίου 2003).
Δημοσιεύτηκε στα "Χρονικά των Τσακώνων" (Τόμος ΙΗ), Αθήνα 2004-2005
Κώστα πολύ όμορφο αφιέρωμα!