Η κοινωνία του Λεωνιδίου πάντα ήταν συντηρητική. Εμείς που τώρα είμαστε η «γερουσία» του Λεωνιδίου κάναμε τα ίδια πράγματα όταν είμασταν...
Η κοινωνία του Λεωνιδίου πάντα ήταν συντηρητική. Εμείς που τώρα είμαστε η «γερουσία» του Λεωνιδίου κάναμε τα ίδια πράγματα όταν είμασταν νέοι, που έκανε και ο Ουράνης. Και πάντα αντιμετωπίζαμε την αντίδραση της τότε «γερουσίας». Αυτό όμως που με ξενίζει σήμερα είναι ότι δεν έχουμε με ποιόν να γκρινιάξουμε και με ποιόν να σκανδαλιστούμε εμείς οι καθώς πρέπει πολίτες του Λεωνιδίου. Γιατί; Μήπως η νεολαία του χωριού μας, δεν είναι πια επαναστατική ή εμείς βαρεθήκαμε να μεμψιμοιρούμε, και να σχολιάζουμε την δήθεν παλιά καλή εποχή; Τίποτα από αυτά δεν συμβαίνει η ελίτ που κυβέρνησε και κυβερνά τα τελευταία 40 χρόνια την Πατρίδα μας, μας έκανε μοιρολάτρες και αδρανείς. Κανείς δεν έχει όρεξη να γκρινιάξει πια με τα παιδιά του.
Τα αποσπάσματα που θα δημοσιεύει το Leonidion.gr προέρχονται από την συλλογή «Αναβίωση» του Εκδοτικού Οίκου της «Εστίας». Θα δημοσιεύεται ένα τον μήνα και θα έχουν θέματα αποκλειστικά από την ζωή του Λεωνιδίου στις αρχές του 20ου αιώνα. Τα κείμενα έχουν μετατραπεί σε μονοτονικά διατηρώντας όμως την ορθογραφία του Κ. Ουράνη.
Φίλιππος Μπεκύρος
Δεκαπέντε χρονών όταν είμουν, είχα το χειρότερο όνομα στη μικρή αρκαδική κωμόπολη όπου ζούσα. Όλοι οι σοβαροί και επίσημοι νοικοκυραίοι του τόπου, που είχαν παιδιά της ηλικίας μου, δεν μπορούσαν να με δουν στα μάτια τους, και είμαι βέβαιος πως, αν καμιά ξαφνική ασθένεια μ’ έπαιρνε εκείνη την εποχή από το μαύρο αυτό κόσμο, όλοι τους θα έβγαζαν ένα στεναγμό... ανακούφισης, σα να είχαν λυτρωθεί από τρομερή επιδημία. Γενικό παράπονο όλων είταν ότι έβγαζα τα παιδιά τους από τον καλό δρόμο, και γενική πεποίθηση πως θα τέλειωνα τις μέρες μου στη λαιμητόμο. Δόξα τω Θεώ, ίσαμε σήμερα, που γράφω αυτές τις γραμμές, τίποτα δε με κάνει να φαντάζομαι πως η προφητεία αυτή θα εκπληρωθεί. Το κεφάλι μου στέκει αρκετά καλά στη θέση του και αισθάνομαι τόση ένστικτη αποστροφή για κάθε βίαιο τερματισμό της ζωής μου, ώστε και μόνη αυτή η αποστροφή και χωρίς ηθική συνείδηση ν’ αρκεί για να με κρατά σε αξιοσέβαστη απόσταση από το μηχάνημα αυτό, που, μαθητής στο Ναύπλιο, το είδα κάποτε στημένο στο Παλαμήδι, για να στείλει στον άλλο κόσμο το δολοφόνο Καρύδη... Κι όσον αφορά την κατηγορία, ότι έβγαζα τους συνομήλικούς μου από τον καλό το δρόμο, η ολέθρια επίδρασή μου σ’ αυτούς δεν είταν, φαίνεται, μεγάλη, αφού δεν τους εμπόδισε να γίνουν ό,τι οι γονείς τους προόριζαν: υπάλληλοι παντοπωλείων, εμπορικών, τραπεζών και υπουργείων... Και μπορώ να πω, χωρίς πρόθεση να καυχηθώ γι’ αυτό, ότι εγώ είμουν εκείνος που βγήκα καλύτερος απ’ όλους τους συνομήλικούς μου - και πνευματικά και κοινωνικά...
Ωστόσο, σήμερα που αναλογίζομαι ψύχραιμα το μακρυνό -αλλοίμονο!- παρελθόν, αναγνωρίζω, ότι οι αγαθοί νοικοκύρηδες του τόπου μας είχαν κάποιο δίκιο. Ναι, είμουν ένα διαβολόπαιδο. Αποτελούσαμε τότε, καμιά δεκαριά παιδιά, μια αχώριστη παρέα, που «τρομοκρατούσε», όπως έλεγαν, την κωμόπολη. Διατρέχαμε τις καλοκαιρινές νύχτες τα σοκάκια τραγουδώντας -παράτονα, εννοείται- ή μιμούμαστε τις φωνές διάφορων ζώων, και οι νοικοκυραίοι που ταράζαμε τον ύπνο τους λυσσούσαν. Καθώς βλέπετε, το φέρσιμό μας δεν είταν και τόσο τραγικό, αλλά για την πουριτανική μας κωμόπολη είταν σκανδαλώδες. Μάταια οι γονείς μας δοκίμαζαν να μας σωφρονίσουν ή παρακαλούσαν τον αστυνόμο να μας συλλαμβάνει και να μας κλείνει μερικές ώρες στο μπουντρούμι, όταν γκαρίζαμε τις νύχτες. Εμείς δεν ακούαμε κανένα.
Μας κατηγορούσαν ακόμα, ότι δεν δείχναμε τον απαιτούμενο σεβασμό στους γεροντότερους, χαρτοπαίζοντας και καπνίζοντας κάτω από τα μάτια τους στο καφενείο. Είχαν δίκιο. Το καφενείο, «Του Μήτσου», είχε γίνει το στρατηγείο μας, η λέσχη μας. Όταν το πλημμυρίζαμε εμείς, οι αγαθοί νοικοκυραίοι σκανδαλίζονταν και δυσφορούσαν επιδεικτικά. Ο μόνος που δε σκανδαλιζόταν είταν ο Μήτσος ο καφετζής, μ’ όλο το θόρυβο που κάναμε στο καφενείο του. Τρέφαμε ένα είδος ευγνωμοσύνης στον άνθρωπο αυτό, γιατί, αν και θα του είχαν κάνει συστάσεις να μη μας επιτρέπει την είσοδο στο καφενείο του, εκείνος αρνήθηκε πάντα να το κάνει, με τη δικαιολογία ότι το καφενείο «είναι δημόσιο κέντρο». Σήμερα εννοώ τη στάση αύτη τού Μήτσου. Ο έξυπνος αυτός άνθρωπος προτιμούσε να έχει πελάτες του εμάς, παρά τους γονείς μας, γιατί εμείς ξοδεύαμε σε τσιγάρα, καφέδες και λουκούμια ό,τι οι γονείς μας δεν ξόδευαν σε μια βδομάδα. Εκείνοι έπαιρναν ένα ρακί στις ένδεκα κ’ ένα καφέ τα’ απόγευμα, ενώ εμείς πίναμε άπειρους καφέδες και καταβροχθίζαμε κάθε μέρα δεκάδες λουκούμια. Άλλωστε ο Μήτσος μας χρέωνε ευχαρίστως και είναι πασίγνωστο, ότι αγοράζει κανείς περισσότερα όταν δεν πληρώνει αμέσως, παρά όταν πληρώνει τοις μετρητοίς. αυτό όλοι οι έμποροι μπορούν να σας το βεβαιώσουν. Κι ο Μήτσος μπορούσε ανενόχλητα να σέρνει όσες τεμπεσιριές ήθελε στην πλάκα, όπου σημείωνε τα χρέη μας, γιατί είταν βέβαιος πως κανείς δεν κρατούσε σημειωματάριο των χρεών του. Αυτό έρχεται με την ηλικία όταν κανείς αρχίζει να βγάζει μόνος του το ψωμί του. . .
Η «τρομοκράτηση» της κωμόπολης φούντωνε στις γυμνασιακές μας θερινές διακοπές, δηλαδή επί τρεις μήνες. Στο διάστημα αυτό, η μόνη μας απασχόληση είταν η διασκέδαση. Όταν δεν παίζαμε σκαμπίλι στου Μήτσου, δε μιμούμαστε τον πετεινό και το γάϊδαρο στους δρόμους, δεν εξαφανιζόμαστε για μέρες στις εκδρομές, στα μοναστήρια και στα παραθαλάσσια, πραγματοποιούσαμε διάφορες «ιδέες», που μας κατέβαιναν στα κεφάλι. Δε λέω, ότι όλες αυτές οι ιδέες δεν πραγματοποιούνταν μόνο και μόνο για να λυσσάξομε τους «γέρους». Δεν το αρνούμαι. Άλλ’ ό,τι αρνούμαι ακόμα και σήμερα είναι η μομφή που μου απέδιναν, ότι όλες οι ιδέες αυτές είταν δικές μου. Τι διάβολο! Μόνο εγώ είχα ιδέες;
Μια ιδέα αποκλειστικά δική μου, τη θυμάμαι ακόμα και σήμερα για το σκάνδαλο που προκάλεσε. Σας δίνω μια περιουσία, αν τη βρείτε. Και σας τη δίνω αυτήν την περιουσία, γιατί είμαι βέβαιος, πως δε θα την βρείτε ποτέ, όσο και αν πονοκεφαλιάσετε. Η σκανδαλώδης αύτη ιδέα μου, που αναστάτωσε την κωμόπολη, είταν...να φορέσομε όλη η παρέα κόκκινα πουκάμισα. Μάλιστα, κόκκινα πουκάμισα! Μου είχε πέσει την εποχή εκείνη στα χέρια μία ιστορία Γαριβαλδινών και είταν αύτη, που μου γέννησε την ιδέα των κόκκινων πουκάμισων. Όπως είταν επόμενο, η ιδέα αύτη έγινε αμέσως ασπαστή. Πήγαμε σ’ ένα εμπορικό και αγοράσαμε, επί πιστώσει, το αναγκαίο κόκκινο ύφασμα, και μείναμε σύμφωνοι να το δώσομε στις μητέρες μας να μας το ράψουν και να εμφανισθούμε ντυμένοι με τα κόκκινα πουκάμισα και χωρίς σακκάκι, ύστερα από δύο μέρες, στο εξοχικό καφενεδάκι, όπου τ’ απογεύματα η καλή τάξη έπαιρνε το νεραντζάκι της.
Την ορισμένη μέρα και ώρα, ντυμένος με το κόκκινο πουκάμισό μου, διέσχισα, σοβαρός και ατάραχος, τους διάφορους ομίλους που έπαιρναν το φρέσκο στο καφενεδάκι και πήγα κ’ ενθρονίσθηκα στο κάτω από τον πλάτανο τραπέζι, που ανήκε αποκλειστικά σ’ εμάς. Λίγο - λίγο έφθασαν κ’ οι φίλοι μου, αλλά κανείς, κανείς τους δε φορούσε το κόκκινο πουκάμισο! Μου εξήγησαν, ότι η ιδέα αυτή είχε γίνει αιτία μεγάλης φασαρίας στο σπίτι τους. Οι πατέρες τους δήλωσαν κατηγορηματικά, ότι δε θα τους επιτρέπανε ποτέ να εμφανισθούν έτσι μασκαρεμένοι στο δρόμο και καταξέσχισαν το κόκκινο ύφασμα.
Είταν το χρώμα του υφάσματος που προκάλεσε, όπως σ’ ορισμένα ζώα, αυτή τη μανία ή είδαν σ’ αυτό το έμβλημα της αναρχίας; Όπως κι αν έχει το πράμα, το κόκκινο πουκάμισο έδωσε και πήρε στην κωμόπολη. Όλοι κραύγαζαν για το σκάνδαλο αυτό το τρομερό και πρωτόφαντο! Η λύσσα αύτη των νοικοκυραίων μ’ έκανε να εξακολουθήσω να φορώ μόνος μου το κόκκινο πουκάμισο και να εμφανίζομαι μ’ αυτό, χωρίς σακκάκι, στο καφενείο του Μήτσου. Μόλις οι νοικοκυραίοι με βλέπανε, μου στρέφανε επιδεικτικά τις πλάτες, αλλά εγώ, ψύχραιμος και περιφρονητικός, περνούσα και ξαναπερνούσα από μπροστά τους, με την κρυφή πρόθεση να τους εξερεθίζω περισσότερο... Γιατί να μην το ομολογήσω; Αισθανόμουν μια ζωηρή υπερηφάνεια, γιατί όλη η κωμόπολη είταν εναντίον μου και είχε να κάνει με τα «φερσίματα μου». Είμουν ρομαντικός τότε. Έγραφα τους πρώτους μου στίχους και καταβρόχθιζα τους ξένους ρομαντικούς ποιητές, θεός μου τότε είταν ο Βύρων, που τον εδιάβαζα στο πρωτότυπο, και η «σατανικότητα» του Άγγλου ποιητή είχε βρει σε μένα τον πιο ενθουσιώδη μιμητή. Φορούσα ποιητικές γραβάτες, είχα μακρά κόμη κ’ έκανα κάθε τι το δυνατό για να φαίνομαι εκκεντρικός και σατανικός. Πρέσβευα την αθεΐα με ηδονή και καλλιεργούσα το αμάρτημα με πάθος. Εγώ, που η μητέρα μου είχε ονειρευθεί να με δει μια μέρα δεσπότη, εγώ, που μικρός διάβαζα στην εκκλησία της Αγίας Αικατερίνης τον Απόστολο, πράμα που το είχε κρυφή χαρά όλη μου η οικογένεια, όχι μόνο είχα παρεκκλίνει από την ευθεία οδό, αλλά και ανυμνούσα το Σατανά, όπως ο Γάλλος ποιητής Μπωντλαίρ, σαν «τον ωραιότερο των Αγγέλων». Και μια φορά έφθασα να φάω μπροστά στους φίλους μου ένα αυγό και να πάω αμέσως να μεταλάβω. Το Εξομολογούμαι με συντριβή καρδιάς, σήμερα, αλλά την εποχή εκείνη το σκάνδαλο, που προξένησε η πράξη μου, μ’ έκανε ιδιαίτερα περήφανο. Φημιζόμουν ότι είχα «το διάβολο μέσα μου», κι αυτό μ’ έκανε ευτυχισμένο.
Ο ρομαντισμός μου είταν τόσο οξύς, ώστε, ακολουθώντας τη μόδα, τραγουδούσα κ’ εγώ τα νεκροταφεία και σύχναζα σ’ αυτά, παρ’ όλο τον ένστικτο τρόμο που αισθανόμουν σε κάθε επίσκεψη. Πήγαινα προ πάντων μετά το μεσημεριανό φαγητό και έμενα εκεί ένα-δυό ώρες διαβάζοντας το Βύρωνά μου.
Παρ’ όλες μου τις συχνές αυτές επισκέψεις, κάθε φορά που έσπρωχνα τη σκουριασμένη πόρτα τού νεκροταφείου, που βρισκότανε μακρυά από την κωμόπολη, σε μια τοποθεσία άγρια και μελαγχολική, και αντίκρυζα τα λευκά μνήματα και τους σταυρούς κάτω από τα κυπαρίσσια, ο ένστικτος φόβος που αισθανόμουν είταν πάντα ο ίδιος. Ωστόσο ο αχαλίνωτος ρομαντισμός μου μ’ έκανε να τον υπερπηδώ. Έμπαινα μέσα στη μεγάλη εκείνη μόνωση, ξαπλωνόμουν πάνω σ’ ένα μάρμαρο τάφου πλούσιας οικογένειας και βυθιζόμουν στην ανάγνωση του Βύρωνα η τού Έδγαρ Πόου ...
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ