Του Νίκου Ζώταλη . Σαν τέλειωσα το Δημοτικό στην Κρεμαστή συνέχισα το Γυμνάσιο στο Λενίδι. Η επιλογή ήταν ανάμεσα Μολάους και Λενίδι...
Του Νίκου Ζώταλη.
Σαν τέλειωσα το Δημοτικό στην Κρεμαστή συνέχισα το Γυμνάσιο στο Λενίδι. Η επιλογή ήταν ανάμεσα Μολάους και Λενίδι.
Η πρόσβαση στο Λενίδι ήταν πιο δύσκολη από τους Μολάους και πηγαίναμε λίγα αγόρια τα επονομαζόμενα και παιδιά. Για κορίτσια δεν το συζητώ, ήταν ανύπαρκτα παρότι πολλά από αυτά είχαν φοβερές δυνατότητες. Με τη Χρυσούλα την Παυλάκη παλεύαμε για την πρώτη θέση στα μαθήματα.
Κριτήριο για την επιλογή του Λεωνιδίου ήταν τα αυστηρά του έθιμα. Βέβαια τον πρώτο καιρό που πήγα …πιάσαν…μια μαθήτρια με ένα μαθητή από το Πηγάδι. Θυμάμαι ότι έγινε μεγάλος σάλος και όταν ο Γυμνασιάρχης κάλεσε τον πατέρα του από το Πηγάδι αυτός είπε, "εγώ τα άλογα τα έχω αμολητά οι άλλοι να δέσουν τις φοράδες". Δεν θα αναφερθώ στις επιδόσεις μου σαν μαθητής.
Από την Κρεμαστή πηγαίναμε τότε στο Λενίδι εγώ ο Παναγιώτης Λεγάκης ο Ανδρέας Παπαμιχαλόπουλος ο Παναγιώτης Λάβας. Με τον Παναγιώτη το Λεγάκη είμαστε συγκάτοικοι. Ήταν στην αρχή μεγάλο ζιζάνιο και κακός μαθητής. Θυμάμαι όταν μάλωσα με τον Αχιλλέα Τραιφόρο από τον Κοσμά πήρε όπως πάντα το μέρος μου και τον αγρίεψε φωνάζοντας "θα σου ανάψω καμιά". Οπότε ο Αχιλλέας του φώναξε "Άναψέ μου να ιδούμε τι σπίρτα έχεις".
Κάτι αντίστοιχο θυμάμαι στη Κρεμαστή. Παίζαμε ποδόσφαιρο στο σχολείο και ο Κώστας Πουλάκης του απέκρουσε ένα πέναλτι 5 φορές. Τότε ο Παναγιώτης τον μερεμέτισε κατάλληλα. Ο Παναγιώτης Λεγάκης στη συνέχεια έγινε πολύ ήσυχος και πρώτος μαθητής με διαφορά στην τάξη του. Ακόμα έγινε πρωταθλητής στο στίβο στο Γυμνάσιο. Είχε όμως ένα ελάττωμα, ήταν Παναθηναϊκός...
Στο Λενίδι μας πήγαιναν όπως τους ταξιδιώτες που πήγαιναν στον Πειραιά με το καράβι από την Πλάκα. με τα μουλάρια στα Πελετά και από κει με το ταξί του Πονηρού στο Λενίδι. Μέχρι να έρθει ο Πονηρός οι συνοδοί μας τα έτσουζαν στην ταβέρνα και πολλές φορές το έριχναν στο χορό τον οποίο άνοιγε ο παππάς του χωριού.
Αν δεν ερχόταν ο Πονηρός συνεχίζαμε με τα μουλάρια ή πεζοί. Στη Κρεμαστή πηγαίναμε στις διακοπές, το καλοκαίρι, το Πάσχα και τα Χριστούγεννα. Η επικοινωνία τότε ήταν δύσκολη. Γινόταν με επιστολή, γράμμα ή τηλεγράφημα.
Κάποιος ήθελε ερχόμενος από Πειραιά να του στείλουν δύο μουλάρια για τη μεταφορά από Πελετά στην Κρεμαστή Οπότε τηλεγράφησε: "Μεθαύριο ερχόμαστε ζώα δύο". Με τους γονείς επικοινωνούσαμε με επιστολές-γράμματα. Σημειώναμε στο Φάκελο "δια μέσου Κοσμά". Τα καλοκαίρια και τις διακοπές είμαστε στη Κρεμαστή. Πολλά παιδιά μαζί. Στο σχολείο παίζαμε ποδόσφαιρο συνήθως Ολυμπιακός - Παναθηναϊκός.
Ο κάθε ένας είχε τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά. Ο Τάσος ο Γκιουζέλης εθεωρείτο ο καλύτερος έξω αριστερά, ασχέτως αν αγνοούσε τη λέξη σέντρα ή πάσα. Εγώ με το Μιχάλη τον Δούνια διαπρέπαμε στην άμυνα, ο Κώστας ο Πουλάκης ελλείψει άλλου ήταν ο καλύτερος τερματοφύλακας. Ο Γιώργος ο Μπέλεσης, ο Γρηγόρης ο Πουλάκης ο Κώστας Λάβας ήταν χαρακτηριστικά ταλέντα της ποδοσφαιρομάνας Γούρνας.
Εκτός από την ποδοσφαιρική είχαμε και την μουσική ομάδα τα ίδια άτομα τραγουδούσαμε στον άγιο Νικόλα. Γιατί μόλις νύχτωνε αλλάζαμε πάλι ομάδα. Το πρωί είχε δουλειά στα κτήματα για τους πιο πολλούς. βέβαια αναφέρθηκα σε λίγους και παρέλειψα πολλούς.
Στο Γυμνάσιο στο Λενίδι πήγα τέσσερις τάξεις, Την πρώτη χρονιά έμενα στο κτίριο του Μπακαλούμου που παλιά ήταν μεγάλος έμπορας και ήταν Κρεμαστιώτης.
Σημειώνω ότι πρόκειται για ιδιαίτερο κτίριο μάλιστα στο ισόγειο εσωτερικά είχε πηγάδι. Τις άλλες χρονιές έμεινα στο σπίτι του σημερινού ιερέα και μακρινού μου συγγενή Ν.Σ. και με φρόντιζε σα μάνα μου η θεία Αθηνά. Θυμάμαι με νοσταλγία το μπάρμπα Κώστα τη Μήλα που έφτιαχνε πανέμορφα κιλίμια, τους γειτόνους και τα γειτονόπουλα που είμαστε πολύ αγαπημένοι και πέρασα πολύ όμορφα.
Εντύπωση μου έκαναν ο τεράστιος βράχος τα πανέμορφα σπίτια οι όμορφες πέντε συνοικίες που κάθε μια ήταν και ενορία με δικό της παπά, ο κεντρικός δρόμος και ο κάθετος που πήγαινε για την Πλάκα, ο Δαφνώνας, η κοιμωμένη γυνή προς Τσιτάλια, η Πλάκα με το ωραίο λιμάνι και τα τρεχούμενα νερά, ο Λάκκος, τα περιβόλια (που κλέβαμε και κανένα αγγουράκι), ο Αι Νικόλας Σίντζας, η Έλωνα με το σπάνιο γεφύρι πριν, τα πανέμορφα χλιδάτα σπίτια, οι πύργοι και τόσα άλλα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι εμάς τα φτωχά χωριατόπουλα, πολλά από τα οποία έμεναν στο οικοτροφείο, μας αγαπούσαν και μας βοηθούσαν, ήταν απλοί και φιλόξενοι και πολλοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής έπαιζε…ξυπόλυτος.
Καλλιεργούσαν το κάμπο. Πολλοί μιλούσαν τσακώνικα που είναι παραλλαγή της αρχαίας δωρικής και τα οποία και θα έπρεπε να διδάσκονται... Δυστυχώς τα τσακώνικα όπως και τόσα άλλα αντί να είναι ενεργά πήραν το μουσειακό δρόμο και είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Οι Εθνικές και θρησκευτικές γιορτές ήταν πολλές και τις παρακολουθούσαμε υποχρεωτικά και η ένδυση για μας τα φτωχά και απόμακρα παιδιά αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα.
Μαθήματα κάναμε σε ένα παλιό όμορφο νεοκλασικό κτίριο δίπλα στο κεντρικό ξεροπόταμο το Δαφνώνα που χωρίζει το Λενίδι στα δύο, από τη μία το Κοίλασο και από την άλλη οι υπόλοιπες συνοικίες.
Το Πάσχα ήμουνα πάντα στη Κρεμαστή. Εκείνο το έθιμο όμως με τα εκρηκτικά που στοίχιζε ακόμα και ανθρώπινες ζωές εκτός από φρικιαστικό ήταν και ηλίθιο. Τα αερόστατα τα απολαμβάναμε το καλοκαίρι στη Κρεμαστή από τους αείμνηστους αδελφούς Γιώργο και Κώστα Παπαγεωργίου που η μάνα τους ήταν από τη Κρεμαστή και έκαναν στο χωριό διακοπές.
Παιδιά πηγαίναμε από την Κρεμαστή, τον Άγιο Δημήτρη Ζάρακα, το Κυπαρίσσι, τον Κοσμά, τον Αι Βασίλη και τη γύρω περιοχή, μέχρι τον Τυρό και Άγιο Ανδρέα.
Στη τάξη είχαμε συμμαθήτριες πολύ καλά κορίτσια και πολύ όμορφες. Η Φωτούλα η Λυσικάτου, η Αγγελική η Τρούμπα, η Ματούλα Κυρίου, η Ξία Δολιανίτη, η Παρασινοπούλου, η Ξένη η Χαρμαντά, η Τσολομύτη, η Τρίκουλη, η Παναγιώτα Θερμογιάννη από το Παλιοχώρι, η Λυγερή Κολενδριανού, η Αρχοντούλα Χιώτη.
Τα αγόρια είμαστε πολύ αγαπημένα μεταξύ μας. Τότε βέβαια είχαμε μεγάλη πειθαρχία. Φοράγαμε τα αγόρια ειδικά καπέλα με την κουκουβάγια, χαιρετάγαμε στρατιωτικά τους καθηγητές και δεν κυκλοφορούσαμε μετά το ηλιοβασίλεμα.
Θα αναφερθώ πρώτα στο Θόδωρο Πανάγο, συμμαθητή, συμφοιτητή, συγκάτοικο, συνάδελφο μηχανικό, κουμπάρο και σπάνιο άνθρωπο. Με νοσταλγία θυμάμαι το Θόδωρο Πανάγο, το Γιάννη Γολεγό, το Κώστα Κώτσια, το Γιώργο το Λάτση, το Γιάννη τον Αρκούδη, το Κώστα το Τσιγγούνη , το Γιάννη Πανάγο, το Βαγγέλη το Χείλαρη, το Γιώργο το Τσουμάκη, το Μιχάλη το Κολινιώτη, τον Αντώνη Λεκκό, το Λευτέρη Μπούζα, το Γιάννη Δολιανίτη από το Λενίδι και από τα χωριά το Θανάση Καλογιαννη και Κώστα Καρδιασμένο από τα Πελετά, το Κώστα Κεκέ και το Γιώργο Κωνσταντίνου από την Κουνουπιά, το Γιάννη Κατσουράνη από το Τζούμο, το Σκαντζό από το Πραστό, το Σταθούση και Σαρρή από τα Τσιτάλια, το Κοντοπούπη από τα Πούληθρα, το Γιώργο Γραμματικάκη από τον Άγιο Δημήτρη Ζάρακα, τους Μαστοράκηδες από τον Τυρό, τον Ανδρέα το Φασιλή, το Γιώργο Μπακάλη και Νίκο Σκαντζό από τον Άγιο Ανδρέα (συγνώμη για όσες και όσους παρέλειψα), με όλους είμαστε πολύ αγαπημένοι και με μερικούς είχαμε συστήσει μια πολύ όμορφη παρέα.
Από την τάξη μου έχουν φύγει από τη ζωή πάρα πολλοί, στους οποίους αφιερώνω με συγκίνηση αυτό το κείμενο.
Ως προς τους καθηγητές θα αναφέρω μερικά περιστατικά. Ένας φιλόλογος ο Δ. έμενε μόνος χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και φως, εκφωνούσε δε στις εθνικές γιορτές συνήθως τους πανηγυρικούς, η αποστροφή του δε…"το αρμόζον, το πρέπον, το ιδιάζον"…ήταν χαρακτηριστική.
Θυμάμαι ότι ένας κουρέας του έκανε μια κοπέλα για νύφη. Ο Δ. για να τον ανταμείψει μας έστειλε όλα τα αγόρια εν ώρα μαθήματος να πάμε να κουρευτούμε στα κουρεία (είχε αρκετά στο Λενίδι).
Κανένας δεν πήγε όμως στο μεσίτη κουρέα. Έτσι την άλλη μέρα μας λέει. "Εχετε αφήσει πολλά μαλλιά, να διασκορπιστείτε σε όλα τα κουρεία", ώστε να πάμε και στο μεσίτη. Θυμάμαι το Γιάννη το Χιώτη από το Πηγάδι που ξύρισε το κεφάλι του για να μην τον ξαναστείλει!
Ο Δ. ήταν φυσικός από τη Δαλαμανάρα Αργολίδας και είχε μεγάλη αδυναμία στο χωριό του. ¨Όταν γράφαμε διαγώνισμα στη γεωγραφία μας έβαζε συνήθως για το Νομό Αργολίδας και έτσι όλοι γράφαμε ότι εκεί ήταν και η ωραία Δαλαμανάρα. Μια φορά όμως μας έβαλε για το Νομό Αχαΐας και άλλαξαν τα δεδομένα. Ο Χρόνης όμως από τα Πούλιθρα έγραψε: "ο νομός Αχαΐας βρίσκεται δίπλα στο νομό Κορινθίας, που συνορεύει με το Νομό Αργολίδας, όπου βρίσκεται η ωραία Δαλαμανάρα, ιδιαιτέρα πατρίδα του αγαπητού μας καθηγητού κ.Δ", με αποτέλεσμα να...αριστεύσει.
Ο Τσιγκούνης πατέρας του Δήμαρχου και του αείμνηστου συμμαθητή μου Κώστα ήταν άριστος καθηγητής, αυστηρός αλλά δίκαιος Αν και δεν τον είχα σε μάθημα με συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν χαριζόταν ούτε στα παιδιά του.
Θα αναφερθώ λίγο και στους μαθηματικούς. Είχαμε δύο, τον Δ. και τον Μ. Ο Δ. ήταν πολύπλοκος, αυστηρός και θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο μαθηματικό και άξιο, τον δε Μ. άχρηστο. Ο Μ. με συμπαθούσε γιατί στην κατοχή τον είχαν βοηθήσει ένας Κρεμαστιώτης.
Μια φορά ο Δ. κάνοντας μαθηματικά του ζήτησα να αποδείξει κάτι που μας έλεγε. Προσπαθούσε αλλά δεν μπορούσε και έγινε περίγελος στην τάξη, γιατί κάθε λίγο του έλεγα απόδειξη...και όλη η τάξη το επαναλάμβανε.
Η σχολική βία ήταν έντονη όπως και σήμερα. Θυμάμαι ένα βράδυ που είδα δύο ψευτοπαλληκαράδες από το Λενίδι να δέρνουν ανελέητα κοντά στην ηλεκτρική ένα συμμαθητή τους από τη Χούνη επειδή δεν τους έδινε λεφτά να πάρουν τσιγάρα.
Ο Χαρμαντάς, ο Γιαννούσης, ο Κατσίγκρης ήταν ήπιοι, σωστοί καθηγητές και καλοί άνθρωποι.
Αναπολώ με συγκίνηση το Μήτσο, έτσι τον λέγαμε, το Λυσίκατο από τα Μέλανα, για μένα ήταν σπουδαίος σαν άνθρωπος και δάσκαλος και κάποτε συγκινήθηκε και έκλαψε διαβάζοντας μια έκθεσή μου στη τάξη.
Θυμάμαι το Γυμνασιάρχη Νικολόπουλο, την πρώτη μέρα που ήρθε μας είπε για δύο βατράχους που πέσαν σε μια καρδάρα με γάλα. Ο ένας είπε ότι αφού θα πνιγώ ας πνιγώ και…πνίγηκε. Ο άλλος προσπάθησε κινούμενος να σωθεί με αποτέλεσμα το γάλα να γίνει τυρί να πεταχτεί από την καρδάρα και να σωθεί. Έτσι τον βγάλαμε Βατράχα. Ο γιος του έγινε καθηγητής στο Πολυτεχνείο, τον είχα καθηγητή και μας έλεγε: "θα με ρωτάτε στα διαλείμματα γιατί οι απορίες όταν λέγονται στο μάθημα είναι επιπόλαιες". Εμείς από τα μακρινά χωριά αντιμετωπίζαμε πολλά προβλήματα και μας θεωρούσαν δευτέρας διαλογής. Αυτή είναι η αλήθεια.
Θυμάμαι όταν πήγα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο στις οποίες αρίστευσα κοιμόμουνα στη παραλία στη Πλάκα. Όταν άρχισαν τα μαθήματα σήκωνα στους καθηγητές που μας κάναν ερωτήσεις το χέρι για να απαντήσω αλλά εκείνοι δυστυχώς…δεν μου έδιναν σημασία. Στις γραπτές εξετάσεις πήρα εκδίκηση και…αποκαταστάθηκα.
Στο Γυμνάσιο στο Λενίδι πήγα τέσσερις τάξεις, Την πρώτη χρονιά έμενα στο κτίριο του Μπακαλούμου που παλιά ήταν μεγάλος έμπορας και ήταν Κρεμαστιώτης.
Σημειώνω ότι πρόκειται για ιδιαίτερο κτίριο μάλιστα στο ισόγειο εσωτερικά είχε πηγάδι. Τις άλλες χρονιές έμεινα στο σπίτι του σημερινού ιερέα και μακρινού μου συγγενή Ν.Σ. και με φρόντιζε σα μάνα μου η θεία Αθηνά. Θυμάμαι με νοσταλγία το μπάρμπα Κώστα τη Μήλα που έφτιαχνε πανέμορφα κιλίμια, τους γειτόνους και τα γειτονόπουλα που είμαστε πολύ αγαπημένοι και πέρασα πολύ όμορφα.
Εντύπωση μου έκαναν ο τεράστιος βράχος τα πανέμορφα σπίτια οι όμορφες πέντε συνοικίες που κάθε μια ήταν και ενορία με δικό της παπά, ο κεντρικός δρόμος και ο κάθετος που πήγαινε για την Πλάκα, ο Δαφνώνας, η κοιμωμένη γυνή προς Τσιτάλια, η Πλάκα με το ωραίο λιμάνι και τα τρεχούμενα νερά, ο Λάκκος, τα περιβόλια (που κλέβαμε και κανένα αγγουράκι), ο Αι Νικόλας Σίντζας, η Έλωνα με το σπάνιο γεφύρι πριν, τα πανέμορφα χλιδάτα σπίτια, οι πύργοι και τόσα άλλα.
Οι περισσότεροι κάτοικοι εμάς τα φτωχά χωριατόπουλα, πολλά από τα οποία έμεναν στο οικοτροφείο, μας αγαπούσαν και μας βοηθούσαν, ήταν απλοί και φιλόξενοι και πολλοί κυκλοφορούσαν ξυπόλητοι. Ο καλύτερος ποδοσφαιριστής έπαιζε…ξυπόλυτος.
Καλλιεργούσαν το κάμπο. Πολλοί μιλούσαν τσακώνικα που είναι παραλλαγή της αρχαίας δωρικής και τα οποία και θα έπρεπε να διδάσκονται... Δυστυχώς τα τσακώνικα όπως και τόσα άλλα αντί να είναι ενεργά πήραν το μουσειακό δρόμο και είναι όλοι ευχαριστημένοι.
Οι Εθνικές και θρησκευτικές γιορτές ήταν πολλές και τις παρακολουθούσαμε υποχρεωτικά και η ένδυση για μας τα φτωχά και απόμακρα παιδιά αποτελούσε το μεγάλο πρόβλημα.
Μαθήματα κάναμε σε ένα παλιό όμορφο νεοκλασικό κτίριο δίπλα στο κεντρικό ξεροπόταμο το Δαφνώνα που χωρίζει το Λενίδι στα δύο, από τη μία το Κοίλασο και από την άλλη οι υπόλοιπες συνοικίες.
Το Πάσχα ήμουνα πάντα στη Κρεμαστή. Εκείνο το έθιμο όμως με τα εκρηκτικά που στοίχιζε ακόμα και ανθρώπινες ζωές εκτός από φρικιαστικό ήταν και ηλίθιο. Τα αερόστατα τα απολαμβάναμε το καλοκαίρι στη Κρεμαστή από τους αείμνηστους αδελφούς Γιώργο και Κώστα Παπαγεωργίου που η μάνα τους ήταν από τη Κρεμαστή και έκαναν στο χωριό διακοπές.
Παιδιά πηγαίναμε από την Κρεμαστή, τον Άγιο Δημήτρη Ζάρακα, το Κυπαρίσσι, τον Κοσμά, τον Αι Βασίλη και τη γύρω περιοχή, μέχρι τον Τυρό και Άγιο Ανδρέα.
Στη τάξη είχαμε συμμαθήτριες πολύ καλά κορίτσια και πολύ όμορφες. Η Φωτούλα η Λυσικάτου, η Αγγελική η Τρούμπα, η Ματούλα Κυρίου, η Ξία Δολιανίτη, η Παρασινοπούλου, η Ξένη η Χαρμαντά, η Τσολομύτη, η Τρίκουλη, η Παναγιώτα Θερμογιάννη από το Παλιοχώρι, η Λυγερή Κολενδριανού, η Αρχοντούλα Χιώτη.
Τα αγόρια είμαστε πολύ αγαπημένα μεταξύ μας. Τότε βέβαια είχαμε μεγάλη πειθαρχία. Φοράγαμε τα αγόρια ειδικά καπέλα με την κουκουβάγια, χαιρετάγαμε στρατιωτικά τους καθηγητές και δεν κυκλοφορούσαμε μετά το ηλιοβασίλεμα.
Θα αναφερθώ πρώτα στο Θόδωρο Πανάγο, συμμαθητή, συμφοιτητή, συγκάτοικο, συνάδελφο μηχανικό, κουμπάρο και σπάνιο άνθρωπο. Με νοσταλγία θυμάμαι το Θόδωρο Πανάγο, το Γιάννη Γολεγό, το Κώστα Κώτσια, το Γιώργο το Λάτση, το Γιάννη τον Αρκούδη, το Κώστα το Τσιγγούνη , το Γιάννη Πανάγο, το Βαγγέλη το Χείλαρη, το Γιώργο το Τσουμάκη, το Μιχάλη το Κολινιώτη, τον Αντώνη Λεκκό, το Λευτέρη Μπούζα, το Γιάννη Δολιανίτη από το Λενίδι και από τα χωριά το Θανάση Καλογιαννη και Κώστα Καρδιασμένο από τα Πελετά, το Κώστα Κεκέ και το Γιώργο Κωνσταντίνου από την Κουνουπιά, το Γιάννη Κατσουράνη από το Τζούμο, το Σκαντζό από το Πραστό, το Σταθούση και Σαρρή από τα Τσιτάλια, το Κοντοπούπη από τα Πούληθρα, το Γιώργο Γραμματικάκη από τον Άγιο Δημήτρη Ζάρακα, τους Μαστοράκηδες από τον Τυρό, τον Ανδρέα το Φασιλή, το Γιώργο Μπακάλη και Νίκο Σκαντζό από τον Άγιο Ανδρέα (συγνώμη για όσες και όσους παρέλειψα), με όλους είμαστε πολύ αγαπημένοι και με μερικούς είχαμε συστήσει μια πολύ όμορφη παρέα.
Από την τάξη μου έχουν φύγει από τη ζωή πάρα πολλοί, στους οποίους αφιερώνω με συγκίνηση αυτό το κείμενο.
Ως προς τους καθηγητές θα αναφέρω μερικά περιστατικά. Ένας φιλόλογος ο Δ. έμενε μόνος χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και φως, εκφωνούσε δε στις εθνικές γιορτές συνήθως τους πανηγυρικούς, η αποστροφή του δε…"το αρμόζον, το πρέπον, το ιδιάζον"…ήταν χαρακτηριστική.
Θυμάμαι ότι ένας κουρέας του έκανε μια κοπέλα για νύφη. Ο Δ. για να τον ανταμείψει μας έστειλε όλα τα αγόρια εν ώρα μαθήματος να πάμε να κουρευτούμε στα κουρεία (είχε αρκετά στο Λενίδι).
Κανένας δεν πήγε όμως στο μεσίτη κουρέα. Έτσι την άλλη μέρα μας λέει. "Εχετε αφήσει πολλά μαλλιά, να διασκορπιστείτε σε όλα τα κουρεία", ώστε να πάμε και στο μεσίτη. Θυμάμαι το Γιάννη το Χιώτη από το Πηγάδι που ξύρισε το κεφάλι του για να μην τον ξαναστείλει!
Ο Δ. ήταν φυσικός από τη Δαλαμανάρα Αργολίδας και είχε μεγάλη αδυναμία στο χωριό του. ¨Όταν γράφαμε διαγώνισμα στη γεωγραφία μας έβαζε συνήθως για το Νομό Αργολίδας και έτσι όλοι γράφαμε ότι εκεί ήταν και η ωραία Δαλαμανάρα. Μια φορά όμως μας έβαλε για το Νομό Αχαΐας και άλλαξαν τα δεδομένα. Ο Χρόνης όμως από τα Πούλιθρα έγραψε: "ο νομός Αχαΐας βρίσκεται δίπλα στο νομό Κορινθίας, που συνορεύει με το Νομό Αργολίδας, όπου βρίσκεται η ωραία Δαλαμανάρα, ιδιαιτέρα πατρίδα του αγαπητού μας καθηγητού κ.Δ", με αποτέλεσμα να...αριστεύσει.
Ο Τσιγκούνης πατέρας του Δήμαρχου και του αείμνηστου συμμαθητή μου Κώστα ήταν άριστος καθηγητής, αυστηρός αλλά δίκαιος Αν και δεν τον είχα σε μάθημα με συμπαθούσε ιδιαίτερα. Δεν χαριζόταν ούτε στα παιδιά του.
Θα αναφερθώ λίγο και στους μαθηματικούς. Είχαμε δύο, τον Δ. και τον Μ. Ο Δ. ήταν πολύπλοκος, αυστηρός και θεωρούσε τον εαυτό του μεγάλο μαθηματικό και άξιο, τον δε Μ. άχρηστο. Ο Μ. με συμπαθούσε γιατί στην κατοχή τον είχαν βοηθήσει ένας Κρεμαστιώτης.
Μια φορά ο Δ. κάνοντας μαθηματικά του ζήτησα να αποδείξει κάτι που μας έλεγε. Προσπαθούσε αλλά δεν μπορούσε και έγινε περίγελος στην τάξη, γιατί κάθε λίγο του έλεγα απόδειξη...και όλη η τάξη το επαναλάμβανε.
Η σχολική βία ήταν έντονη όπως και σήμερα. Θυμάμαι ένα βράδυ που είδα δύο ψευτοπαλληκαράδες από το Λενίδι να δέρνουν ανελέητα κοντά στην ηλεκτρική ένα συμμαθητή τους από τη Χούνη επειδή δεν τους έδινε λεφτά να πάρουν τσιγάρα.
Ο Χαρμαντάς, ο Γιαννούσης, ο Κατσίγκρης ήταν ήπιοι, σωστοί καθηγητές και καλοί άνθρωποι.
Αναπολώ με συγκίνηση το Μήτσο, έτσι τον λέγαμε, το Λυσίκατο από τα Μέλανα, για μένα ήταν σπουδαίος σαν άνθρωπος και δάσκαλος και κάποτε συγκινήθηκε και έκλαψε διαβάζοντας μια έκθεσή μου στη τάξη.
Θυμάμαι το Γυμνασιάρχη Νικολόπουλο, την πρώτη μέρα που ήρθε μας είπε για δύο βατράχους που πέσαν σε μια καρδάρα με γάλα. Ο ένας είπε ότι αφού θα πνιγώ ας πνιγώ και…πνίγηκε. Ο άλλος προσπάθησε κινούμενος να σωθεί με αποτέλεσμα το γάλα να γίνει τυρί να πεταχτεί από την καρδάρα και να σωθεί. Έτσι τον βγάλαμε Βατράχα. Ο γιος του έγινε καθηγητής στο Πολυτεχνείο, τον είχα καθηγητή και μας έλεγε: "θα με ρωτάτε στα διαλείμματα γιατί οι απορίες όταν λέγονται στο μάθημα είναι επιπόλαιες". Εμείς από τα μακρινά χωριά αντιμετωπίζαμε πολλά προβλήματα και μας θεωρούσαν δευτέρας διαλογής. Αυτή είναι η αλήθεια.
Θυμάμαι όταν πήγα να δώσω εισαγωγικές εξετάσεις στο γυμνάσιο στις οποίες αρίστευσα κοιμόμουνα στη παραλία στη Πλάκα. Όταν άρχισαν τα μαθήματα σήκωνα στους καθηγητές που μας κάναν ερωτήσεις το χέρι για να απαντήσω αλλά εκείνοι δυστυχώς…δεν μου έδιναν σημασία. Στις γραπτές εξετάσεις πήρα εκδίκηση και…αποκαταστάθηκα.
Νίκος Ζώταλης
ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ