Του Φιλίππου Β. Μπεκύρου Η Εκκλησία μας κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί για συνεργασία είτε με την καθεστηκυία τάξη είτε με τους εκάστοτε πε...
Του Φιλίππου Β. Μπεκύρου
Η Εκκλησία μας κατά καιρούς έχει κατηγορηθεί για συνεργασία είτε με την καθεστηκυία τάξη είτε με τους εκάστοτε περιστασιακούς κατακτητές μας. Παραβλέπουν συνήθως οι κατήγοροί της πως πρώτο μέλημα της Εκκλησίας είναι η σωτηρία του ποιμνίου. Επιπόλαια κατηγορούν τον Πατριάρχη Γρηγόριο τον Ε΄ ως μειοδότη, ενώ αυτοί οι αυτόκλητοι εισαγγελείς της Ιστορίας ξεχνούν σκόπιμα πως παραμονές του μεγάλου ξεσηκωμού η Μεγάλη Εκκλησία είχε τοποθετήσει στις 5 κρίσιμες επισκοπές του Μοριά μυημένους στην Φιλική Εταιρεία Ιεράρχες. Οι ιστορικοί καλά θα κάνουνε να παραθέτουν γεγονότα, και ας μας αφήνουν να βγάζουμε εμείς τα συμπεράσματά μας. Διότι το να υβρίζουμε τον Πατριάρχη, ως μειοδότη εξυπηρετεί μόνο άλλους σκοπούς. Η ομιλία αυτή έχει και αυτόν τον σκοπό, να αποδείξει το αυτονόητο πως η Μεγάλη Εκκλησία στις κρίσιμες στιγμές έπαιρνε τις σωστές αποφάσεις. Η αναφορά μου στον Διονύσιο Παρδαλό γίνεται για να δείξει την προσωπικότητά του, και να αποκρούσει την άποψη πως η Εκκλησία είναι μακρά πάντων.
Ο Διονύσιος γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη την 3 Οκτωβρίου του 1786, από γονείς καταγόμενους από την Ζαγορά της Μαγνησίας (Θεσσαλία). Ο πατέρας του λεγόταν Κωνσταντίνος και η μητέρα του Μαρία. Όπως και οι παλαιοί Πραστιώτες ξενιτεύονταν στην Πόλη έτσι και πολλοί Ζαγοριανοί πήγαιναν στην Πόλη αλλά και στην Σμύρνη και αλλού για καλύτερη τύχη. Το επώνυμο Παρδαλός υπήρχε μέχρι πρόσφατα στην συνοικία της Σωτήρας της Ζαγοράς και υπάρχει επίσης αγροτική τοποθεσία "του Παρδαλού η Ράχη".
Ο Διονύσιος έγινε πολύ νέος κληρικός επί πατριάρχου Καλλίνικου που τον έκανε και μέγα πρωτοσύγκελο. Ο Πατριάρχης Ιερεμίας ο Δ΄ εκτίμησε τις ικανότητές του ως πρωτοσύγκελος και το 1812 σε ηλικία 25 ετών τον χειροτονεί επίσκοπο Ρέοντος Πραστού. Μάλιστα η εκτίμησή του Πατριάρχη ήταν τόσο μεγάλη στο πρόσωπό του που προήγαγε την Επισκοπή Ρέοντος Πραστού σε Μητρόπολη, με έδρα το Λεωνίδιο. Η Μητρόπολη αυτή στα χρόνια του Όθωνα περιέλαβε όλη την Κυνουρία και μαζί με την Επισκοπή Υδροπολιτζάς αργότερα συνενώθηκαν και σήμερα αποτελούν την Μητρόπολη Μαντινείας και Κυνουρίας. Το 1813 καταφθάνει στον Πραστό και εγκαθίστανται στο οίκημα του επισκοπείου, Δεσποτικό στην Αγία Κυριακή. Ο ερευνητής Τάσος Γριτσόπουλος το περιγράφει "ως κτίσμα από αργούς λίθους… ολόκληρο οικοδομικό τετράγωνο… πλησίον του έκειτο ναός… είχε ευρύχωρη αυλή και φρέαρ…" Τα οκτώ χρόνια που έμεινε στην Μητρόπολη ανάπτυξε πλούσιο έργο, ίδρυσε στο Λεωνίδιο το Αλληλοδιδακτικό Σχολείο και πλήρες Ελληνικό Σχολείο. Επί Καποδίστρια για την στέγαση και λειτουργία αυτών των σχολείων διενεργήθηκε έρανος που απέδωσε 23.600 φοίνικες. Η εκκλησία έδωσε κάτι παραπάνω από το ένα τέταρτο του ποσού δηλαδή: Διονύσιος 600, Ορθοκωστά 1800, Σίντζα 1500, Καρυά 1200, Μονή Ρεοντινού 750, Μονή Εγκλειστουρίου 750, Σύνολο 6600.
Το διάστημα αυτό 1818, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία. Το 1820 γίνεται συνοδικός και φεύγει για την Πόλη όπου μένει εκεί μέχρι την κήρυξη της Επανάστασης. Όπως είναι γνωστό ο Πατριάρχης Γρηγόριος ο Ε΄αναγκάζεται για να κατευνάσει τους Τούρκους να αφορίσει τον Υψηλάντη και τους επαναστάτες. Ο Διονύσιος παίρνει την εντολή να επιστρέψει την Μητρόπολή του για να ειρηνεύσει τους επαναστάτες στην Πελοπόννησο. Τα ταξίδι του της επιστροφής είναι περιπετειώδες. Το πλοίο με το οποίο επέστρεφε ναυάγησε στο ακρωτήρι Συγρί της Λέσβου. Ο Διονύσιος κατάφερε να βγει κολυμπώντας στην ακτή και από εκεί με καΐκι που πέρασε, έφθασε στη Χίο. Εκεί άλλη περιπέτεια τον περίμενε, συλλαμβάνεται από τους Τούρκους και κλείνεται στο φρούριο της πόλης της Χίου μαζί με άλλους προύχοντες. Οι προύχοντες δυστυχώς απαγχονίστηκαν από τους Τούρκους. Τον Διονύσιο δεν μπόρεσαν τα σίδερα να τον κρατήσουν, δραπετεύει και μέσω Ψαρών γυρίζει στο Λεωνίδιον. Φυσικά όχι μόνο δεν συνέστησε ειρήνη αλλά πήρε ενεργό μέρος στην επανάσταση. Τα αφοριστικά γράμματα προφανώς τα κατάπιε η θάλασσα.
Ο Διονύσιος βεβαίως δεν πήρε μέρος σε μάχες, η προσφορά του όμως, στην επανάσταση, είναι πολύ μεγάλη. Λόγω της μεγάλης του ευσέβειας, τιμιότητας και αρετής, οι ελληνικές κυβερνήσεις τον εμπιστεύονται και έτσι ανέλαβε πολλές αποστολές, όπως στην Ζάκυνθο όπου πήγε ως πρέσβης για να ζητήσει βοήθεια από του Άγγλους για τα γυναικόπαιδα που κατέφευγαν εκεί για να σωθούν από τις αγριότητες των Τούρκων. Το 1823 παίρνει μέρος, ως πληρεξούσιος των Τσακώνων στην Β΄ Εθνοσυνέλευση του Άστρους. Εκεί προεδρεύει σε επταμελή επιτροπή για την σύνταξη του πρώτου ποινικού νόμου, δηλαδή του πρώτου ελληνικού ποινικού κώδικα.
Το 1827 παίρνει μέρος στην Γ΄ Εθνοσυνέλευση στην Ερμιόνη και Τροιζηνία, μαζί με άλλους 4 Ιεράρχες. Οι πέντε Ιεράρχες ορκίζονται να παραμείνουν ενωμένοι και να κατευνάσουν τα πάθη του εμφυλίου πολέμου που είχε ξετινάξει την Επανάσταση (Δανιήλ, Κύριλλος, Ιωσήφ, Θεοδώρητος και Διονύσιος). Ενώ ευρίσκοντο ακόμα στο Ναύπλιον, Δεκέμβρης 1826 κάνουν έκκληση:
"κατά ταύτην τήν περίστασιν, καθ’ ην ταλαντεύεται η τύχη της πατρίδος, μη διχογνομούντες περί του τόπου, αλλά συμφωνούντες τω τρόπω... ίνα μή φθείρεται η πατρίς μας και η πίστις μας καταπατείται..." και συμπληρώνει ο ιστορικός Τάσος Γριτσόπουλος γι’ αυτήν τους την αναφορά : "είναι αληθής κραυγή εκ βαθέων, σάλπισμα εθνικόν, κήρυγμα ισχυρόν υπέρ της προς αλλήλους αγάπης, ειρήνης, ομονοίας...".
Οι εργασίες της Γ΄ Εθνοσυνέλευση ξεκινούν τον Μάρτιο του 1827. Ο Διονύσιος αγωνίζεται μαζί με τους άλλους 4 Ιεράρχες να παραμείνει η εκκλησία αυτοδιοικούμενη μεν, αλλά αναπόσπαστα δεμένη με την Μητέρα Εκκλησία. Έτσι στις 9 Απριλίου 1827 υποβάλλεται ένα "σχέδιο γιά τή διοίκησι της εν Ελλάδι εκκλησίας". Είναι ένα μεστό κείμενο με 24 άρθρα με πνεύμα συνέσεως και αγάπης γραμμένο. Ο μετέπειτα εκκλησιαστικός ιστορικός, Αρχιεπίσκοπος Χρυσόστομος Παπαδόπουλος το αποκαλεί "μνημείο υψίστης σπουδαιότητος" πού τοποθέτησε σε μια σωστή βάση το σύστημα της αυτοδιοικούμενης εκκλησίας όχι όμως και αυτοκεφάλου, διότι τονίζεται η ανάγκη αδιάσπαστης ενότητας με την μεγάλη Εκκλησία "...δεν γνωρίσαμε άλλη μητέρα, ειμή την μεγάλη εκκλησία, ουδέ άλλον κυριάρχην ειμή τον Πατριάρχην."
Το σχέδιο αυτό δεν εφαρμόστηκε εν όψει της άφιξης του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Ο Κυβερνήτης αμέσως ξεχώρισε την τιμιότητα, την πνευματικότητα και αφιλοχρηματία του Διονυσίου. Του ανέθεσε σοβαρές αποστολές μια εκ των οποίων ήταν η ρύθμιση των σχέσεων με την Μητέρα Εκκλησία, μάλιστα είχαν συνταχθεί και οι σχετικές επιστολές για να τις πάει ο ίδιος στον Πατριάρχη, αλλά δυστυχώς η δολοφονία του Καποδίστρια τον Σεπτέμβριο του 1831 τα ματαίωσε όλα. Εδώ θέλω να σας διαβάσω την επιστολή του Διονυσίου προς το πλήρωμα της Μητρόπολης Κυνουρίας για την φροντίδα των προσφύγων από την Κρήτη. Ακολουθεί η επιστολή σε μονοτονικό:
Ευλογημένοι χριστιανοί οι κατοικούντες την επαρχίαν Πραστού, χάρις είη υμίν και ειρήνη από Θεού, παρ’ ημών δ’ ευχή, ευλογία και συγχώρησις.
Οι αδελφοί μας Κρήτες εβιάσθησαν και βιάζονται δια τα’ αποτελέσματα του πολέμου ν’ αφήσουν την πατρώαν των γήν, όπου εγεννήθησαν, τας οικίας και τα κτήματα των, και να προσφύγουν εις το Ελληνικόν κράτος δια ν’ αποκατασταθώσι.
Το Έθνος οφείλον να τους δώση την δυνατήν βοήθειαν και να δείξη όλην την συμπάθειαν εις ανθρώπους δυστυχείς, και πολύ περισσότερον εις αγωνισθέντας και παθόντας υπέρ των δικαίων των, έλαβε την πρόνοιαν του να τους χορήγηση μέσα τινά εις αποκατάστασίν των.
Άλλ’ επειδή το γε νυν έχον είναι ανάγκη να τους προσφέρη και χρηματικά τίνα βοηθήματα, και ταύτα δια να εξοικονομηθούν άλλοθεν δύσκολον, η Σ(εβαστή) Κυβέρνησις, πεπεισμένη εις το φιλάνθρωπον των πολιτών, εξέδωκεν εις όλην την επικράτειαν προτρεπτικάς προσκλήσεις του να γένη εκ πάντων μία συνεισφορά δια τους δυστυχείς τούτους αδελφούς μας.
Αι προσκλήσεις αύται έφθασαν κατ’ αύτάς και εις την επαρχίαν ταύτην, και κατά συνέπειαν τούτων σας προσκαλεί ή Εκκλησία δια του παρόντος της, ίνα λαβόντες και ημείς δια την αγάπην της πίστεως και της πατρίδος συμπάθειαν προς αδελφούς δυστυχείς, ανέστιους, απόρους και στερούμενους και αυτών των πλέον αναγκαιοτάτων, συνεισφέρητε έκαστος χρηματικώς εκ της ιδίας του καταστάσεως ό,τι δύναται.
Αδελφοί! Η μεγαλυτέρα ελεημοσύνη, ήτις δύναται να γένη, δεν είν’ άλλη, ειμή ή παρούσα, εις την οποίαν προσκαλείσθε και υμείς σήμερον. Αυτή είναι η όντως ελεημοσύνη, το όντως έργον της φιλανθρωπίας και ή όντως εκπλήρωσις της ιεράς διατάξεως, την οποίαν ο θείος Νόμος μας διατάττει δια τον πλησίον. Λάβετε λοιπόν οίκτον και συμπάθειαν, και όλοι κοινώς μικροί τε και μεγάλοι, άνδρες τε και γυναίκες, πλούσιοι και πτωχοί, όλοι κοινώς δείξατε την προς τον πλησίον χρεωστουμένην αγάπην και προστασίαν προσφέροντες ό καθείς δια την μεγάλην ανάγκην των δυστυχών αυτών αδελφών μας Κρητών ό,τι δύναται και προαιρείται.
Έξετε δε δι’ όλον αυτό απειροπλασίους τους μισθούς παρά Θεού Κυρίου Παντοκράτορος, ου η χάρις και το πλούσιον έλεος, συν τη ημετέρα ευχή και ευλογία, είη μετά πάντων υμών.
Την 12 Απριλίου 1831, εν Λεωνίδι.
+ Ο Ρέοντος και Πραστού Διονύσιος
![]() |
Το επισκοπείο στο Λεωνίδιο όπως είναι σήμερα |
Κατά την διάρκεια της Αντιβασιλείας οι καθολικοί Βαυαροί (Μάουρερ) και οι λατινίζοντες με επικεφαλής τον ζουρλοαβά Θεόκλητο Φαρμακίδη, τον ανάγκασαν να υπογράψει το Αυτοκέφαλο της Ελληνικής Εκκλησίας. Στο διάστημα αυτό έπεσε σε δυσμένεια και ταπεινώθηκε από τους κρατούντες με αποτέλεσμα να του αφαιρέσουν τα περισσότερα χωριά της Κυνουρίας και να μείνει μόνο με οκτώ. Σε αυτήν ενέργεια συνέβαλαν και οι ίδιοι που το 1835 επέβαλαν την διάσπαση του Δήμου Πραστού σε Δήμο Λιμναίων και Βρασιών. Δηλαδή οι ξενοχωρίτες των Καλυβιών μαζί με τους άρχοντες του Κορακοβουνίου αντέδρασαν έντονα στην μεταφορά της έδρας της Μητρόπολης στο Λεωνίδιο. Κάλεσαν την Δημογεροντία να επέμβει, χωρίς όμως αποτέλεσμα.
Η δράση του Διονυσίου δεν περιορίζεται μόνο στην Ν.Α. Πελοπόννησο, Κυνουρία - Ναύπλιο. Τον καλούν στην Αθήνα όπου το 1835 εκλέγεται Πρόεδρος της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος, θέση από την οποία έδειξε ιδιαίτερο ενδιαφέρον για την εξυγίανση της. Εδώ αγαπήθηκε και εκτιμήθηκε για τον αγώνα του προκειμένου να αποκρούσει τις προθέσεις των αντιφρονούντων κατά της Εκκλησίας. Έδωσε το παρόν σε μεγάλα θέματα πού απασχολούσαν την ελληνική κοινωνία της εποχής του. Αγωνίστηκε κατά των Ρωμαιοκαθολικών και προτεσταντών ιεραποστόλων, πού αλώνιζαν τον αγιασμένο τόπο της πατρίδας μας με σκοπό να αλλοτριώσουν το φρόνημα των ορθόδοξων χριστιανών. Αγωνίστηκε κατά της μετάφρασης της Αγίας Γραφής. Σκοπός των μεταφραστών δεν ήταν τόσο ή καλύτερη κατανόηση του Ιερού Κειμένου από το σχεδόν αγράμματο ελληνικό λαό όσο η αποκοπή του από τη μητρική του γλώσσα και την παράδοσή του, ώστε να αποτελεί ευκολότερο θύμα αποπροσανατολισμού. Περίφημος είναι ο αγώνας του κατά της "Θεοσέβειας" του Θεόφιλου Καΐρη. Ο Διονύσιος μάλιστα προήδρευσε στο δικαστήριο που τον καταδίκασε. Αντιτάχθηκε στον ζουρλοαββά (τρολοπαπά) όπως τον αποκαλούσε, Θεόκλητο Φαρμακίδη, έναν λόγιο αρχιμανδρίτη βασικό στέλεχος των δυτικοφρονούντων της οθωνικής περιόδου, πρόξενον πολλών δεινών στον τόπο.
Στους αγώνες του είχε ικανότατο και άριστο σύμβουλο και συμμαχητή τον περίφημο ιερέα Κωνσταντίνο Οικονόμο των εξ Οικονόμων. Έχει δια¬σωθεί μέρος της αλληλογραφίας των δύο ανδρών στην οποία διαφαίνονται: το υψηλό και ευγενές ύφος των δύο ανδρών, ή διάθεση τους να διδαχθούν ο ένας από τον άλλο, ή πρόθεση τους να συμβάλλουν στη λύση των επίκαιρων και επειγόντων εκκλησιαστικών προβλημάτων, και τέλος το πάθος τους για την πιστή τήρηση των Ιερών Κανόνων και τον σεβασμό στην Ιερά Παράδοση.
Ο Διονύσιος επέστρεψε στο Λεωνίδιο το 1840. Εκοιμήθη πτωχός στις 21 Ιανουαρίου 1852, Η κηδεία του έγινε δημοσία δαπάνη και ετάφη τιμητικά στην Ιερά Μονή Πετράκη. Ήταν 65 ετών.
Ο Διονύσιος έμεινε για μας ένα φωτεινό, ζωντανό παράδειγμα άνδρα, πού υπηρέτησε τον Πραστό, την Κυνουρία και την Ελλάδα, και πού προσφέρεται για μίμηση από κάθε σύγχρονο ανιδιοτελή φιλόπατρι Έλληνα.
Ευχαριστίες:
Αιδ. Γεώργιο Πετρή, Αρχείον της Τσακωνιάς και ιδιαιτέρως την κ. Ειρήνη Αναγνώστου Δ/τρια Δημόσιας Ισορικής Βιβλιοθήκης Ζαγοράς.
Βιβλιογραφία
Νίκος Διαμαντάκος Ζαγοριανοί Ιεράρχες και άλλοι κληρικοί . Βόλος 2007
Ζως. Εσφιγμενίτης, περιοδ. Προμηθεύς τόμος Ζ΄σελ 708
Απ. Κωνσταντινίδης. Διαπρεπείς Ζαγοριανοί Ιεράρχαι, εφημ. Θεσσαλί 12-11-1964
Β. Ατέσης, Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος. 1948.
Β. Ατέσης, Συμβολή εις την ιστορίαν της Επισκοπικής Ρέοντος και Πραστού 1974
Νίκος Φορόπουλος, Θ.Η.Ε. τόμος 5ος σελ. 43
Μελ. Γαλανόπουλος, Εκκλησιαστικές σελίδες Λακωνίας, 1939
Χρυσ. Παπαδόπουλος, Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος 1920
Τ. Αθ. Γριτσόπουλου, Η Εκκλησία της Πελοποννήσου μετά την άλωσιν.
Σ. Π. Κοντογιάννη, Διονύσιος Παρδαλός ο από Ρέοντος και Πραστού(1812-1833) Μητροπολίτης Κυνουρίας (1833-1852) Αθήναι 1977
Μητρ. Μαντινείας και Κυνουρίας Αλεξάνδρου, Ιστορία της Ιεράς Μητροπόλεως Μαντινείας και Κυνουρίας, Αθήναι 2000
Γ. θ. Παπαγεωργιου,ΕΠΙΣΚΟΠΗ ΡΕΟΝΤΟΣ ΚΑΙ ΠΡΑΣΤΟΥ, Η ΚΟΥΝΟΥΡΙΑ ΤΟ 1821, Αθήνα 1991, Εκδ. Αδεφότης Κυνουριαίων.
Α. Θ. Φωτόπουλος, ΤΟ ΑΡΧΕΙΟΝ ΓΟΥΛΕΝΟΥ 1706-1847, Αθήναι 2010. Εκδ. Αδελφότης Κυνουριαίων.
Ιωάννης Μπουγάτσος, ΑΝΕΚΔΟΤΗ ΑΛΛΗΛΟΓΡΑΦΙΑ ΔΙΟΝΥΣΙΟΥ ΚΥΝΟΥΡΙΑΣ ΚΑΙ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΟΥ ΤΟΥ ΕΞ ΟΙΚΟΝΟΜΩΝ, Τόμος ΚΑ΄2/2 Χρονικά των Τσακώνων Αθήνα 2010
ΧΡΟΝΙΚΑ ΤΩΝ ΤΣΑΚΩΝΩΝ, ΑΡΧΕΙΟΝ ΤΗΣ ΤΣΑΚΩΝΙΑΣ
Η Ομιλία αυτή "Διονύσιος Παρδαλός, ένας εξέχων Ιεράρχης" του Φιλίππου Β. Μπεκύρου μαζί με την διάλεξη της Ελένης Μάνου "Τσακώνικα, η διάλεκτος που κράτησε ζωντανή την γλώσσα των προγόνων μας" ήταν η επίσημη συμμετοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Λεωνιδίου στις εκδηλώσεις προς ανάμνηση της πυρπόλησης της Μητρόπολής μας από τις ορδές του Ιμπραημ Πασά που πραγματοποιήθηκαν στον Πραστό Κυνουρίας την 9η Αυγούστου 2011.
Η Ομιλία αυτή "Διονύσιος Παρδαλός, ένας εξέχων Ιεράρχης" του Φιλίππου Β. Μπεκύρου μαζί με την διάλεξη της Ελένης Μάνου "Τσακώνικα, η διάλεκτος που κράτησε ζωντανή την γλώσσα των προγόνων μας" ήταν η επίσημη συμμετοχή του Δημοτικού Διαμερίσματος Λεωνιδίου στις εκδηλώσεις προς ανάμνηση της πυρπόλησης της Μητρόπολής μας από τις ορδές του Ιμπραημ Πασά που πραγματοποιήθηκαν στον Πραστό Κυνουρίας την 9η Αυγούστου 2011.
Αγαπητέ Φίλιππα !
Πάρα πολύ καλό άρθρο για τον Διονύσιο, για τον οποίο προσπαθούσα κι εγώ να βρω λεπτομέρειες της βιογραφίας του. Πρόλαβες όμως εσύ.
Θα ήθελα όμως να μου επιτρέψεις μερικές παρατηρήσεις:
1] Η περιγραφή του δεσποτικού από τον αείμνηστο Τάσο Γριτσόπουλο αναφέρεται στο ερειπωμένο επισκοπείο του Πραστού.
2] Η δικαιοδοσία της Επ. Ρ & Π εκτεινόταν εκτός από τα καθαρά τσακώνικα χωριά, στα Λυμποχώρια και τα Κουνουποχώρια, κι έφθανε μέχρι το μικρό Μοναστήρι των Αγ. Θεοδώρων του Χάρακα, αρκετά κοντά στη Μονεμβασιά, από τη Μητρόπολη της οποίας αποσπάσθηκε για να προαχθεί (άνευ όμως υποκειμένων επισκοπών). Περιλάμβανε επίσης και το Καρακοβούνι καθώς και τα Τσίντζινα στη δυτική πλαγιά του Πάρνωνα. Τα χωριά της βόρειας Κυνουρίας υπάγονταν στη Μητρόπολη Άργους & Ναυπλίου, αν και τα τελευταία προ-επαναστατικά χρόνια η Σχολή του Αγ. Ιωάννου είχε αποκτήσει "καθεστώς" Πατριαρχικής Εξαρχίας. Το "καθεστώς" αυτό και τα όρια της Μητρόπολης διατηρήθηκαν μέχρι το 1833, οπότε με τα γνωστά μέτρα των Βαυαρών, όπως πολύ σωστά αναφέρεις, "διαρρυθμίστηκαν" έτσι ώστε να ταυτίζονται με τα όρια της επαρχίας Κυνουρίας, και παρέμειναν έτσι μέχρι το θάνατο του Μητροπολίτου Διονυσίου Μαντινείας (του από Αμυκλών & Τριπολιτσάς), οπότε κι έγινε η συγχώνευση των δύο εκκλησιαστικών επαρχιών.
3] Ορθώς παρατηρείς ότι ο Πατριάρχης Γρηγόριος Ε' εξαναγκάστηκε να εκδώσει αφορισμό, τον οποίο σαν συνοδικός υπέγραψε και ο Διονύσιος (εν γνώσει βέβαια της ακυρότητός του).
4] Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης είναι μια αμφιλεγόμενη προσωπικότητα, και τα χρόνια εκείνα διετέλεσε Γραμματεύς της Ιεράς Συνόδου.
5] Τόπος θανάτου του Διονυσίου είναι η Αθήνα.
Ευχαριστώ
Γιώργος Γαλέος
("του Ποϊλα", αν με θυμάσαι)
geodes29arg@yahoo.gr
Αγαπητέ Γιώργο, σε ευχαριστώ για τα σχόλιά σου, θα τα λάβω υπόψη μου σε περίπτωση που ξαναδημοσιευτεί αυτή η ομιλία, και θα αναφέρω φυσικά το ονομά σου.
Φιλικά Φίλιππος