$type=three$count=3$show=home$height=250$snippet=hide$rdm=hide$a=hide$d=hide$la=hide$au=hide$com=0

Κώστα Ουράνη: "Ο πεθαμένος που μιλάει…"

ΜΟΙΡΑΣΤΕΙΤΕ TO:

Είταν σε μιαν από τις επισκέψεις αυτές, που έλαβε χώρα η ιστορία που εσκόπευα να σας διηγηθώ -και θα σας την είχα διηγηθεί κιόλας, αν ...


Είταν σε μιαν από τις επισκέψεις αυτές, που έλαβε χώρα η ιστορία που εσκόπευα να σας διηγηθώ -και θα σας την είχα διηγηθεί κιόλας, αν δεν είχα το ελάττωμα της φλυαρίας, που με κάνει πολλές φορές να απομακρύνομαι από το θέμα μου. Ας είναι. Καθένας έχει τα ελαττώματά του- δεν είν’ έτσι;

Τί λέγαμε; Α, ναι... Είταν λοιπόν ένα απομεσήμερο, που ο ήλιος έκαιε και τα τζιτζίκια τσιτσίριζαν σαν τηγανιζόμενες μελιτζάνες και που εγώ, ξαπλωμένος όπως τα συνήθιζα σε μια ταφόπετρα, διάβαζα τον «Δον Ζουάν» τού Βύρωνα. Βασίλευε μια βαρεία ησυχία. Μια στιγμή, που είχα αποθέσει το βιβλίο και έστριβα ένα τσιγάρο, άκουσα άξαφνα (μην τρομάζετε, δεν είναι τίποτα!) το κουδούνισμα κάποιου μουλαριού, που, βαδίζοντας αργά, πλησίαζε στο νεκροταφείο. Ο ψηλός τοίχος του νεκροταφείου δε με άφηνε να δω ποιός είταν ο περαστικός, αλλά ήξερα πώς θα ’ταν κάποιος χωριάτης των Μελάνων, που ήρθε για ψώνια στην κωμόπολη και ξαναγύριζε πάλι στο χωριό του.

Συχνά τις ώρες που έμενα στο νεκροταφείο περνούσαν στα μουλάρια τους Μελανιώτες χωρικοί, είμουν συνηθισμένος να τους ακούω να περνάνε, και, όπως πάντα, δε θα συνέβαινε και τότε τίποτε, αν, τη στιγμή ακριβώς που ο χωρικός αυτός περνούσε έξω από τον τοίχο του νεκροταφείου, δεν είχε αισθανθεί, φαίνεται, τη μελαγχολία του περιβάλλοντος και τη ματαιότητα του κόσμου και δεν έβγαζε ένα βαθύ αναστεναγμό, ρίχνοντας μέσα στη γαλήνη την αποστροφή αύτη στους πεθαμένους:

- Ε, καϊμένοι πεθαμένοι! Πότε θα ’ρθουμε και μεις κοντά σας!...

Η μερακωμένη αυτή φράση τού χωρικού, η τόσο απροσδόκητη μέσα σε κείνη την ησυχία του καλοκαιρινού μεσημεριού, μ’ έκανε να χαμογελάσω και, σύγχρονα, μου γέννησε αμέσως την ιδέα της φάρσας. Απάντησα λοιπόν με μια φωνή σπηλαιώδη από μέσα από το νεκροταφείο:

-Γρήγορα, πολύ γρήγορα! Ήρθε και σένα η ώρα σου!...

Δε φανταζόμουν καθόλου κείνη τη στιγμή τι θα επακολουθούσε...

Μόλις οι φράσεις αυτές αντήχησαν μέσα στη σιωπή, o χωρικός χτύπησε το μουλάρι του και, όταν σηκώθηκα πάνω στην ταφόπετρα, τον είδα, γελώντας, να χάνεται σαν αστραπή στην πλαγιά του βουνού, μαστίζοντας αδιάκοπα το μουλάρι του και έκδηλα κατατρομαγμένος...

Το σπουδαιότερο όμως δεν είναι αυτό. Το σπουδαιότερο είναι άλλο και είναι το ακόλουθο: Ο χωρικός, μόλις πήγε στο χωριό του, έσπευσε να διηγηθεί σ’ όλο το χωριό την απάντηση που είχε λάβει από τους πεθαμένους, και ο τρόμος που είχε αισθανθεί τον έρριξε άρρωστο στο στρώμα, όπου βασανιζόταν με τη βεβαιότητα πως δε θα ξανασηκωνόταν πια.

Η ιστορία του πεθαμένου που μιλάει δεν άργησε να φθάσει στην κωμόπολη και να κάνει όλο το γύρο της, ανάμεσα στα τρομαγμένα σταυροκοπήματα των γριών γυναικών. Στην κωμόπολη έδιναν κ’ έπαιρναν οι συζητήσεις και οι υποθέσεις, όσον αφορά τον πεθαμένο αυτό που μίλησε στο Μελανιώτη. Άλλοι πίστευαν πώς θα είταν ο μακαρίτης ο Τσουλής, ο δικολάβος, που το πτώμα του δεν είχε ακόμα λυώσει, εξ αίτιας, όπως έλεγαν, των στρεψοδικιών που είχε κάνει στη ζωή του. Άλλοι πάλι υποθέτανε πως θα είταν ο μακαρίτης ο Πετούσης, ένας επίσης άλυωτος τοκογλύφος. Οι χωρικοί των Μελάνων δεν τολμούσαν πια να κατέβουν στην κωμόπολη, γιατί ο δρόμος τους ανάγκαζε να περάσουν από το νεκροταφείο και η σκέψη αυτή τους γέμιζε τρόμο - ο συχωριανός τους, που άκουσε τον πεθαμένο, ήταν ακόμη στο κρεβάτι... Ο τρόμος τους αυτός τους έκανε, λίγες μέρες αργότερα, να στείλουν ένα συχωριανό τους από τη θάλασσα και με βάρκα στην κωμόπολη, για να πάει να μιλήσει με τον πρωθιερέα και να ζητήσει από μέρος τους να γίνει μια επίσημη δέηση στο νεκροταφείο, για να φύγουν τα φαντάσματα!

Η δέηση Έγινε. Έγινε επίσημα. Ο πρωθιερέας λειτούργησε μία Κυριακή το μικρό παρεκκλήσιο του νεκροταφείου, με παρουσία πολλού πλήθους, έκανε δέηση υπέρ αναπαύσεως των νεκρών και, ύστερα, περιήλθε έναν-έναν όλους τους τάφους και τους ράντισε με αγιασμένο νερό...

Μετά την επιστροφή του κόσμου από το νεκροταφείο, έσκασε σαν μπόμπα στα καφενεία και στις ταβέρνες η αλήθεια. Βλέποντας το πλήθος να επιστρέφει, δεν κρατήθηκα και διηγήθηκα στους φίλους μου, γελώντας, τι είχε συμβεί. Οι φίλοι μου, παρ’ όλες τις διαβεβαιώσεις που μου έδωσαν πώς δε θα ’λεγαν τίποτα, έσπευσαν την ίδια στιγμή να ψιθυρίσουν εδώ κ’ εκεί το πράγμα. Σε μια ώρα το γνώριζε όλη η κωμόπολη!...

Δε φαντάζεσθε τι επακολούθησε! Όλη η κωμόπολη ζητούσε την κεφαλήν μου επί πίνακι! Οι διάφοροι νοικοκυραίοι μίλησαν «περί ασεβείας τού αισχίστου είδους», και μερικοί με αποκάλεσαν και δολοφόνο, γιατί είχα προκαλέσει την ασθένεια τού Μελανιώτη χωρικού. Με κοίταζαν στο δρόμο, όπως κοιτάζει κανείς θηριώδεις εγκληματίες που μεταφέρονται στη φυλακή. Και κείνος που είταν περισσότερο έξω φρενών μαζί μου είταν ο πρωθιερέας, που διατεινόταν ότι είχα γελοιοποιήσει τη θρησκεία και απειλούσε να μ’ αναθεματίσει! Η φτωχή μου μητέρα, κατατρομαγμένη, έτρεξε και τον κατεύνασε κάπως με πολλές παρακλήσεις και με μερικές λειτουργίες. Για να καταπαύσει και το θόρυβο γύρω από το’ όνομά μου, θυμήθηκε πώς είχε μια πρώτη ξαδέρφη εγκατεστημένη στον Πειραιά και μ’ έστειλε εκεί, για να της πω τους χαιρετισμούς της...

Σήμερα, όταν επισκέπτομαι την κωμόπολή μας, οι νοικοκυραίοι, που άλλοτε δεν μπορούσαν να με δουν στα μάτια τους, είναι αυτοί που με χαιρετούν με το θερμότερο χεροσφίξιμο και που μου δείχνουν τη μεγαλύτερην εκτίμηση. Εκείνοι που μιλούσαν τότε «περί ασεβείας του αισχίστου είδους», σήμερα γελούν με «τις παιδικές μου αστειότητες». Έτσι είναι. Ξέρω όμως πως, στο βάθος, δε με χωνεύουν και σήμερα, όπως δε με χώνευαν και τότε. Η μόνη διαφορά είναι, ότι τότε δε με χώνευαν γιατί φοβούνταν ότι έβγαζα τα παιδιά τους από τον ίσιο δρόμο. Σήμερα, γιατί βλέπουν ότι μόνος εγώ απ’ όλους πήρα τον ίσιο δρόμο, ενώ τα παιδιά τους έμειναν πίσω, αθέατοι στα μονοπάτια... Η τότε στάση τους μου είναι πιο συμπαθητική από την τωρινή, γιατί είταν τουλάχιστο ειλικρινής. Εννοείται όμως πώς δεν τους το λέω. Αυτό το κρατώ για τον εαυτό μου…

Κώστας Ουράνης
(1923)

Το αποσπασμα προέρχεται από την συλλογή «Αναβίωση» του Εκδοτικού Οίκου της «Εστίας» και έχει θέμα από την ζωή του Λεωνιδίου στις αρχές του 20ου αιώνα. Το κείμενο έχει μετατραπεί σε μονοτονικό διατηρώντας όμως την ορθογραφία του Κώστα Ουράνη.

Μετατροπή κειμένου - επιμέλεια: Φίλιππος Μπεκύρος

Προηγούμενο: "Τα κόκκινα πουκάμισα"

Στο επόμενο: "Η πρώτη αγάπη"

ΣΧΟΛΙΑΣΤΕ

Φορτώθηκαν όλα τα δημοσιεύματα Δεν βρέθηκαν δημοσιεύματα ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΑ Περισσοτερα Cancel reply Διαγραφή Από τον Αρχική σελίδα Σελίδες Δημοσιεύματα Δείτε τα όλα ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ ΕΤΙΚΕΤΑ ΑΡΧΕΙΟ SEARCH Όλα τα δημοσιεύματα Δεν βρέθηκε δημοσίευμα που να ταιριάζει στην αναζήτηση ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ Κυριακή Δευτέρα Τρίτη Τετάρτη Πέμπτη Παρασκευή Σάββατο Κυρ Δευ Τρι Τετ Πεμ Παρ Σαβ Ιανουαρίου Φεβρουαρίου Μαρτίου Απριλίου Μαίου Ιουνίου Ιουλίου Αυγούστου Σεπτεμβρίου Οκτωβρίου Νοεμβρίου Δεκεμβρίου Ιαν Φεβ Μαρ Απρ Μαίου Ιουν Ιουλ Αυγ Σεπ Οκτ Νοε Δεκ μόλις τώρα 1 λεπτό πριν $$1$$ λεπτά πριν 1 ώρα πριν $$1$$ ώρες πριν χτες $$1$$ μέρες πριν $$1$$ εβδομάδες πριν περισσότερες από 5 εβδομάδες Ακόλουθοι Ακολουθήστε THIS PREMIUM CONTENT IS LOCKED STEP 1: Share to a social network STEP 2: Click the link on your social network Copy All Code Select All Code All codes were copied to your clipboard Can not copy the codes / texts, please press [CTRL]+[C] (or CMD+C with Mac) to copy Table of Content